Κείτομαι στο εκατοστό τρίτο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αθηνών-Λίμας. Έχω πεθάνει εδώ και δύο λεπτά και είκοσι έξι δεύτερα. Η ματιά μου έχει καρφωθεί στα βαμμένα μελιτζανιά νύχια των ποδιών μου. Η κοιλιά μου έχει ξεράσει το μείγμα λευκής και μαύρης σοκολάτας, που πήρα από την καντίνα του βενζινάδικου δέκα λεπτά πριν. Επίσης, ο χυμός καρπούζι που με το ζόρι με πότισε η μαμά μου, τώρα έχει βάψει καρπουζί τις άσπρες ρίγες της ασφάλτου. Δίπλα μου κείτεται μια λευκή και μαύρη γάτα, όμοια με το μείγμα της κοιλιάς μου. Το τζιν μου έχει ξεσκιστεί. Ευτυχώς όμως, φέτος είναι της μόδας τα ξεσκισμένα τζιν κι έτσι δε θα πάει χαμένο. Οι σαγιονάρες μου έχουν πετάξει μακριά. Η μία έχει καρφωθεί στο συρματόπλεγμα που χωρίζει την εθνική οδό από το εκτροφείο γαϊδουριών και η άλλη έχει βουτήξει στο ντεκολτέ της κοπέλας των διοδίων. Έτσι, φαντάζομαι τη μεν πρώτη σαγιονάρα να καταλήγει στραπατσαρισμένη καβαλίνα σε κάποιο νησιώτικο καλντερίμι και τη δεύτερη, ερωτικό φετίχ της κοπέλας των διοδίων και του ψαρά της γειτονιάς της. Πραγματικά, δεν ξέρω ποια στάθηκε πιο τυχερή.
Το κινητό μου χτυπάει. Θα είναι η μαμά να μου θυμίσει να πάρω το κοκτέιλ με τις βιταμίνες μου. «Εντάξει μαμά, θα το πάρω. Κι εσύ όμως μην ξεχάσεις να βγάλεις το βράδυ βόλτα την Ντόρις. Διαφορετικά θα κατουρήσει όλα τα φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισα του μπαμπά».
Μια γυναίκα με μια μικροσκοπική κάμερα στο χέρι κατεβαίνει από ένα ελικόπτερο. Με πλησιάζει. Η ματιά μου καρφώνεται στα βαμμένα μελιτζανιά νύχια των ποδιών της. Αρχίζει να βιντεοσκοπεί το ψυχορράγημα μου. Της κάνω νοήματα, προσπαθώντας να της δείξω τις πληγές μου, αλλά μάλλον δε με βλέπει. Κρατάει μια μεγάλη βελόνα πλεξίματος. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, που μας έπλεκε κόκκινα πουλόβερ. Με τη βελόνα τρυπάει τις ρώγες μου. Όσος χυμός καρπούζι έχει μείνει μέσα μου, βρίσκει την ευκαιρία να δραπετεύσει. Το μπλουζάκι μου γίνεται διαδοχικά από άσπρο, ριγέ άσπρο - καρπουζί και τέλος σκέτο καρπουζί. Η κοπέλα σκύβει και γλύφει λίγο χυμό. Δείχνει διψασμένη. Είναι η σειρά των ματιών μου. Η βελόνα τρυπά τους αμφιβληστροειδείς μου. Χάνω μια για πάντα τα μελιτζανιά μου νύχια και τα μελιτζανιά της νύχια. Τα μάτια μου περασμένα στη βελόνα μοιάζουν με δύο μεγάλα χοιρινά κομμάτια κρέατος, που περιμένουν μερικά ακόμη, για να σχηματίσουν ένα λαχταριστό σουβλάκι. Προς στιγμήν, νομίζω πως η κοπέλα θα ανοίξει το στόμα της και θα τα φάει. Αντί γι’ αυτό όμως, με μια νευρική κίνηση τα εκσφενδονίζει μακριά. Το ένα μου μάτι καρφώνεται σε μια δορυφορική κεραία και το άλλο βουτάει σε μια παιδική πλαστική πισίνα. Έτσι, το μεν πρώτο καταλήγει να παρακολουθεί αραβικά σήριαλ μεταγλωττισμένα στα πορτογαλικά και το δεύτερο μπαίνει στο συρτάρι, παρέα με τις υπόλοιπες μπίλιες της συλλογής του νεαρού Κωστάκη. Για μια ακόμη φορά, δεν ξέρω ποιο είναι το πιο τυχερό.
Χωρίς σαγιονάρες και χωρίς μάτια, μ’ ένα ξεσκισμένο τζιν και δύο ρώγες που καρπουζοραγούν, κείτομαι ακόμη στην άσφαλτο. Η κοπέλα με την κάμερα στο χέρι εξακολουθεί να καταγράφει το ψυχορράγημα μου. Με γυρίζει μπρούμυτα και σηκώνει το μπλουζάκι μου, αποκαλύπτοντας τη γυμνή πλάτη με το τατουάζ του οδικού χάρτη της περιοχής. Με τη βελόνα χαράζει την πορεία. Ξεκινάει από τη δεξιά μου ωμοπλάτη και καταλήγει στην ουρά μου. Σκύβει και με φιλάει στο ακριβές χιλιομετρικό σημείο που βρισκόμαστε, αφήνοντας το αποτύπωμα ενός κόκκινου κύκλου, που μέσα γράφει: «Ustedestá aquí».
Σηκώνεται, με το δεξί της χέρι πιάνει το αριστερό μου χέρι κι αρχίζει να με σέρνει στο άγριο οδόστρωμα. Με το αριστερό της χέρι κρατάει συνεχώς την κάμερα. Τα μελιτζανιά μου νύχια στην επαφή τους με τη γκρίζα άσφαλτο αρχίζουν να ξεφλουδίζουν. Σε λίγο τίποτα δεν έχει απομείνει που να θυμίζει το αρχικό τους χρώμα. Το ξεσκισμένο μου τζιν γίνεται ακόμη πιο ξεσκισμένο και το καρπουζί μπλουζάκι μοιάζει να έχει μόλις πλυθεί στους 180 βαθμούς Κελσίου παρέα με τα μαύρα μου σατέν σεντόνια. Μαύρα πετραδάκια μπαίνουν στο κορμί μου απ’ όλους τους ανοιχτούς μου πόρους. Την κοιλιά, τις ρόγες, τα ρουθούνια, τα μάτια…
Κάποια στιγμή, η κοπέλα μ’ αφήνει. Με γυρίζει ανάσκελα. Βιντεοσκοπεί το ξεγυμνωμένο μου σώμα, το κυτταριτιδιασμένο μου πρόσωπο, τα ξεφλουδισμένα νύχια, τις τρύπιες ρώγες, την άδεια κοιλιά, την έλλειψη βλέμματος. Πλησιάζει σε ότι ως τώρα έχει μείνει ανέπαφο. Τα μαλλιά. Βγάζει ένα ξυράφι από την τσέπη της. Τα ξυρίζει από τη ρίζα. Μαζεύει τις τρίχες μία-μία, τις κάνει ένα ματσάκι και το χώνει στο λαρύγγι μου. Σιωπή. Κάνει ένα τελευταίο zoomin στο κενό των ματιών μου, μαντεύοντας πως είναι το πλάνο-κλειδί.
Η κοπέλα μ’ αφήνει για πρώτη φορά μόνη, στέκεται σ’ ένα πεζούλι, γυρίζει την κασέτα πίσω και βλέπει όλο το υλικό από την αρχή. Δείχνει ικανοποιημένη. Το beep της χτυπάει, πρέπει να φύγει, σε κάποιο άλλο σημείο της περιφέρειας την καλούν. Με πλησιάζει ξανά, μου κλείνει το στόμα, παίρνει για souvenir το καρπουζί μπλουζάκι.
Μπαίνει στο ελικόπτερο, φεύγει.
Το κινητό μου χτυπάει. Θα είναι η μαμά να με ρωτήσει που είμαι. «Μαμά, είμαι στη Λίμα», «Κιόλας; Με κοροϊδεύεις», «Όχι, μαμά αλήθεια σου λέω. Αν δε με πιστεύεις άνοιξε την τηλεόραση στο Lima TV, στις οκτώμισι τοπική ώρα. Α, μαμά κι αν δεις τυχαία ένα κορίτσι με μελιτζανιά τα νύχια των ποδιών, πες του πως θα το περιμένω στην πλατεία».
Στις 7:30 ήταν στο σούπερ μάρκετ. Απ’ έξω φυσικά, μια και το σούπερ μάρκετ άνοιγε στις 8:00. Είχε πάει όμως νωρίτερα, μια και φοβόταν πως θα είχε ουρά. Τελικά δεν είχε κι έτσι, όταν στις 8:00 ο υπάλληλος άνοιξε την πόρτα, ήταν η πρώτη πελάτισσα της μέρας. Πήρε ένα καρότσι και όρμησε στον διάδρομο με τα γάλατα. Άρχισε να φορτώνει το καρότσι με κουτιά γάλακτος εβαπορέ μάρκας ΒΛΑΧΑΣ. Μία σειρά, δύο σειρές, τρεις, τέσσερις, πέντε. Παραπάνω δεν χωρούσαν. Κατευθύνθηκε στο ταμείο. Η υπάλληλος την κοίταξε λίγο λοξά, αλλά προχώρησε στον λογαριασμό. Ήταν μάλλον το πιο παράξενο καρότσι που είχε αντικρύσει στην πολυετή καριέρα της ως ταμίας σε σούπερ μάρκετ.
Βγήκε από το κατάστημα και πλησίασε το αμάξι. Τίγκαρε το πορτ μπαγκάζ και περίσσεψαν και μερικά κουτιά για το πίσω κάθισμα. Τώρα το μόνο που της απέμενε, προκειμένου να ολοκληρώσει το σχέδιο της, ήταν να βρει που θα αποθηκεύσει όλα αυτά τα γάλατα. Η μεταλλική μελωδία που ανάβλυζε από την επαφή των τενεκεδένιων κουτιών τη συντρόφευσε σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι.
Ανέβηκε στο διαμέρισμα. Άρχισε να κρύβει γάλατα παντού. Στο πατάρι, ανάμεσα στο ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο, σε ξεφούσκωτους πλαστικούς Αι Βασίληδες, καλοκαιρινές βαρκούλες, αντίσκηνα και παλιά κιτρινισμένα γράμματα. Στην αλουμινένια ντουλάπα του μπαλκονιού, ανάμεσα σε σφουγγαρίστρες, κουβάδες, απορρυπαντικά και μανταλάκια. Στο σύνθετο της τραπεζαρίας, ανάμεσα σε πορσελάνινα σερβίτσια, ασημένια μαχαιροπίρουνα και χαρτιά περιτυλίγματος. Τέλος, στις πάνω ντουλάπες, ανάμεσα σε παπλώματα, κουβέρτες, μπουφάν, σκοροκτόνα και βαπόνες. Επιτέλους, είχε τελειώσει. Άνοιξε μια παγωμένη μπύρα και πήγε στην τηλεόραση. Απόλαυσε την μπύρα της, παρακολουθώντας το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων. Το χθεσινό ατύχημα στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Τσερνομπίλ ήταν το πρώτο θέμα. Ειδικοί επιστήμονες ανέλυαν το μέγεθος της καταστροφής. Οι απόψεις βέβαια διίσταντο. Άλλοι μίλαγαν για ολοκληρωτική μόλυνση της ατμόσφαιρας και αφανισμό της χλωρίδας και της πανίδας και άλλοι για περιορισμένη επιρροή στην περιοχή του ατυχήματος. Ευτυχώς, αυτή είχε προλάβει να αγοράσει γάλατα, πριν οι μολυσμένες με ραδιενέργεια παρτίδες καταλάβουν τους διαδρόμους των σούπερ μάρκετ. Είχε καταφέρει να εξασφαλίσει για τα παιδιά της «καθαρό» γάλα.
Έκλεισε την τηλεόραση και έφυγε από το σπίτι. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε ραντεβού με τον άντρα της. Θα πήγαιναν στην πλατεία Λαυρίου να πάρουν ένα πούλμαν που θα τους οδηγούσε στην Κερατέα. Εκεί, έμπειροι πωλητές θα ξεναγούσαν όλους τους υποψήφιους αγοραστές - εκδρομείς σε μια περιοχή όπου πουλιόντουσαν οικόπεδα. Ήλπιζε να βρουν ένα ωραίο οικόπεδο κοντά στη θάλασσα.
2
3 Αυγούστου 1990
Στις 7:30 ήταν ήδη στη θάλασσα και έκανε μια βουτιά. Της άρεσε το πρωινό κολύμπι στις παραλίες της Αττικής, πριν να πλακώσει ο κόσμος κατά τις 11:00, οπότε και δεν μπορούσες να βρεις θέση ούτε για την πετσέτα σου. Επιστρέφοντας σπίτι, αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον τύπο που τους έφερνε πετρέλαιο στην πολυκατοικία. Ήταν διαχειρίστρια, μια και ήταν η παλιότερη ένοικος. Ήθελε να παραγγείλει πετρέλαιο για τον χειμώνα. Όμως, ο τύπος ήταν διακοπές. Λογικό από τη μια σκέφτηκε, αφού ο Αύγουστος μόλις είχε μπει, από την άλλη όμως παράλογο, μια και οι μέρες ήταν τέτοιες που δεν σου έκανε καρδιά για διασκεδάσεις. Αναγκάστηκε να βρει στον χρυσό οδηγό τα τηλέφωνα κάποιων άλλων διανομέων πετρελαίου. Πέτυχε στην Αθήνα τον τρίτο στη σειρά. Κανόνισε ραντεβού για την επομένη. Θα γέμιζε τη δεξαμενή και μερικά μπιτόνια που είχε. Έτσι, θα ήταν σίγουρη πως θα είχαν πετρέλαιο για τον χειμώνα. Άσε που θα το πετύχαινε και σε καλή τιμή. Ποιος ξέρει σε τι ύψη θα εκτινάσσονταν τα καύσιμα σε λίγες μέρες.
Την επομένη ήρθε ο διανομέας. Γέμισε την δεξαμενή και τα μπιτόνια. Έπιασαν και μια συζήτηση για τις παγκόσμιες εξελίξεις και πως αυτές θα επηρέαζαν τα διάφορα επαγγέλματα και φυσικά το δικό του. Της φάνηκε συμπαθητικός. Θα συνέχιζε να συνεργάζεται μ’ αυτόν. Έτσι θα τον αντάμειβε και για την αυτοθυσία του να μένει στην Αθήνα αυγουστιάτικά.
Ανέβηκε σπίτι και άνοιξε μια παγωμένη μπύρα. Την απόλαυσε παρακολουθώντας στο μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων τα νέα από τον πόλεμο του κόλπου. Ο πόλεμος μόλις είχε ξεκινήσει και ήταν ηλίου φαεινότερο πως ήταν ένας πόλεμος για το πετρέλαιο. Κάποιοι ειδικοί αναλυτές σχολίαζαν τα τεκταινόμενα. Οι απόψεις βέβαια διίσταντο. Οι μεν έκαναν ζοφερές προβλέψεις για εμπάργκο πετρελαίου στη Δύση και οι δε πίστευαν πως αυτός ο πόλεμος θα έχει σύντομη λήξη. Ας έκαναν αυτοί ότι ήθελαν, ας έβγαζαν και τα μάτια τους. Αυτή το χειμώνα δε θα κρύωνε. Και μαζί μ’ αυτήν δε θα κρύωναν και οι υπόλοιποι ένοικοι της πολυκατοικίας της. Σύντομα θα της ήταν ευγνώμονες.
Έκλεισε την τηλεόραση και έφυγε. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε ραντεβού στην οικοδομή στην Κερατέα με τον πλακά. Σε λίγο το εξοχικό θα ήταν έτοιμο. Μπορεί να μην ήταν πάνω στη θάλασσα όπως ακριβώς το είχε ονειρευτεί, αλλά ήταν κοντά. Την έβλεπες από την ταράτσα. Και το οικόπεδο δεν ήταν στο σχέδιο όπως θα ήθελε, το σπίτι θα ήταν αυθαίρετο, είχε όμως μια νεραντζιά που της θύμιζε τη μονοκατοικία που μεγάλωσε.
3
7 Σεπτέμβρη 1999
Στις 19:30 είχε ήδη στήσει τη σκηνή κάτω από την νεραντζιά και την είχε εξοπλίσει με όλα τα απαραίτητα. Στρωματάκια, σεντόνια, κονσέρβες, σταυρόλεξα, ραδιοφωνάκι, γκαζάκι, μπρίκι, καφέ, πλαστικά ποτήρια, νερό, οδοντόβουρτσα, οδοντόπαστα, ρούχα, σίδερο και μάσκες ύπνου, μια και το οικόπεδο της Κερατέας ήταν ανατολικό και ο ήλιος θα τους ξύπναγε από τα χαράματα. Για φαγητό θα βολεύονταν στην απέναντι ψησταριά, που το μεσημέρι έκανε και μαγειρευτά. Ούτε λόγος για να μπει στο σπίτι και να μαγειρέψει. Όσα δεν φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει μια στιγμή. Ο άντρας της είχε κάποιες αντιρρήσεις για το όλο εγχείρημα, αλλά μια και από χαρακτήρα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, την ακολούθησε.
Λίγο πριν, την είχε μάλιστα βοηθήσει να κατεβάσουν τη σκηνή από το πατάρι. Είχαν να την χρησιμοποιήσουν καμιά δεκαριά χρόνια, γι’ αυτό και ήταν καταχωνιασμένη πίσω – πίσω. Προκειμένου να την βρουν είχαν αναγκαστεί να κατεβάσουν διάφορα ξεχασμένα συμπράγκαλα. Ανάμεσα τους και κάποια σκουριασμένα κουτιά ληγμένου γάλακτος απ’ αυτά που είχε αγοράσει το ’86 με το Τσερνομπίλ, καθώς και δυο μπιτόνια που μύριζαν πετρέλαιο. Ο άντρας της πρότεινε, με την ευκαιρία να κάνουν ένα ξεκαθάρισμα, αλλά αυτή του θύμισε πως δεν ήταν ώρα για τέτοια. Έτσι πήραν τη σκηνή και εξαφανίστηκαν. Μόλις τελείωσε με την οργάνωση του μίνι σπιτικού πήγε στην ψησταριά, έκατσε σε ένα τραπεζάκι κοντά στην τηλεόραση και παρήγγειλε μια παγωμένη μπύρα. Την απόλαυσε, παρακολουθώντας στην τηλεόραση τις προβλέψεις των σεισμολόγων για πιθανούς μετασεισμούς. Οι απόψεις βέβαια διίσταντο. Οι μεν περίμεναν έναν μετασεισμό κοντά στον κύριο σεισμό των 5,9 ρίχτερ και οι δε έναν πολύ μικρότερο. Όπως και να είχε, αυτή είχε φροντίσει για την ασφάλεια της οικογένειας της. Εξάλλου ήταν Σεπτέμβρης, είχε ακόμη ζέστη και ήταν έμπειροι στο camping. Πριν χτίσουν το εξοχικό στην Κερατέα, είχαν οργώσει όλη την Ελλάδα, στην αρχή με σκηνή και έπειτα με τροχόσπιτο. Διακοπές ωραίες και φτηνές.
Τελείωσε την μπύρα της, τελείωσε και το δελτίο και έφυγε από την ψησταριά. Έπρεπε να βιαστεί, γιατί όπου να ’ταν θα ερχόντουσαν οι κουμπάροι της από την Αθήνα να στήσουν κι αυτοί τη σκηνή τους δίπλα στη δική τους. Τόσο οικόπεδο γιατί να πάει χαμένο. Ήταν και ευκαιρία να περάσουν λίγες μέρες στην Κερατέα, να καταλάβουν αν τους αρέσει το κλίμα της. Η κουμπάρα της είχε μόλις πάρει σύνταξη από την τράπεζα και σκεφτόντουσαν με το εφάπαξ να πάρουν ένα οικόπεδο, για να χτίσουν κι αυτοί ένα εξοχικό.
4
22 Ιουνίου ή 22 Ιουλίου 2010
Στις 7:30 ήταν στην τράπεζα. Απ’ έξω φυσικά, μια και η τράπεζα άνοιγε στις 8:00. Είχε πάει όμως νωρίτερα, μια και φοβόταν πως θα είχε ουρά. Τελικά δεν είχε κι έτσι, όταν στις 8:00 ο υπάλληλος άνοιξε την πόρτα, ήταν η πρώτη πελάτισσα της μέρας. Ήθελε να σηκώσει όλες τις καταθέσεις της. Πενήντα δύο χιλιάδες ευρώ. Της εξήγησαν πως για τέτοια μεγάλα ποσά, χρειάζονταν ειδοποίηση από την προηγούμενη μέρα και άρα δεν μπορούσαν να της δώσουν τα χρήματα εκείνη τη στιγμή. Αναγκάστηκε να επιστρέψει την επομένη. Φοβήθηκε και πάλι την πιθανότητα της ουράς και άρα ήταν και πάλι έξω από την τράπεζα στις 7:30. Ήταν και πάλι η μοναδική πελάτισσα. Πήρε τα πενήντα δύο χιλιάδες ευρώ και έφυγε.
Πολύ προσεκτικά μπήκε στο αμάξι της και πήρε το δρόμο για Κερατέα. Την τσάντα με τις δεσμίδες των χαρτονομισμάτων την είχε βάλει στο πορτ μπαγκάζ. Έφτασε στο εξοχικό. Έβαλε το αμάξι στην πιλοτή και πήρε την τσάντα με τις δεσμίδες από το πορτ μπαγκάζ. Ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα και περίμενε να βραδιάσει.
Στις 21:00 ακριβώς, ζαλωμένη με την τσάντα με τις δεσμίδες βγήκε από το σπίτι. Κατευθύνθηκε στο υπόγειο. Εκεί βρήκε τα εργαλεία που χρειαζόταν. Γκασμά και φτυάρι. Ζαλωμένη με την τσάντα, τον γκασμά και το φτυάρι έκανε μια ηρωική έξοδο στον κήπο.
Αφού σιγουρεύτηκε πως κανένας δεν την έβλεπε – και κυρίως αυτή η γρουσούζα η κουμπάρα της που στο εν τω μεταξύ είχε αγοράσει και χτίσει το διπλανό τους οικόπεδο - έσκαψε έναν βαθύ λάκκο κάτω από την νεραντζιά του κήπου, ακριβώς στο σημείο που πριν μερικά χρόνια είχαν στήσει τη σκηνή. Έχωσε μέσα την τσάντα με τις δεσμίδες και έκλεισε τον λάκκο. Ίσιωσε το χώμα πάνω – πάνω, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να υποψιαστεί την ύπαρξη της κρυψώνας κάτω από το δέντρο. Μπήκε στο σπίτι, άνοιξε μια παγωμένη μπύρα και βγήκε πάλι στον κήπο, κουβαλώντας αυτή τη φορά μια μικρή φορητή τηλεόραση. Έκατσε κάτω από την νεραντζιά, πάνω στον λάκκο και απόλαυσε την μπύρα της, παρακολουθώντας το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων στη μικρή οθόνη. Οικονομολόγοι από τις πέντε ηπείρους μιλούσαν για την ελληνική κρίση. Οι απόψεις βέβαια διίσταντο. Άλλοι μίλαγαν για στημένο παιχνίδι της διεθνούς αγοράς και άλλοι για λογικό αποτέλεσμα της κακοδιαχείρισης των προηγούμενων κυβερνήσεων. Όπως και να είχε, αυτή ήταν πια ήρεμη. Οι δυσοίωνες προβλέψεις των δημοσιογράφων για την οικονομία της χώρας δεν την άγγιζαν πλέον. Τα χρήματα που με κόπο είχε καταφέρει να μαζέψει μετά από τριάντα οχτώ χρόνια δουλειάς ήταν πια εξασφαλισμένα. Καμιά οικονομική κρίση, κανένας αφερέγγυος πολιτικός, κανένας κερδοσκόπος χρηματιστής δεν μπορούσε στο εξής να τα απειλήσει.
Έκλεισε το σπίτι, μπήκε στο αμάξι και έφυγε. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε πει στον άντρα της πως θα πήγαινε με την νύφη της μια ημερήσια εκδρομή στην Αίγινα για μπάνιο. Ούτε λόγος για τις καταθέσεις, τον λάκκο και τα ρέστα. Εξάλλου ο άντρας της δεν γνώριζε καν την ύπαρξη αυτών των καταθέσεων. Ήταν προϊόν του κόπου της και το αποκούμπι της για τα γηρατειά που δεν αργούσαν να έρθουν.
5
8 Μαρτίου 2017
Στις 7:30 ήταν στο ΙΚΑ και μαζί με άλλους ηλικιωμένους περίμενε να ξεκινήσει ο εμβολιασμός. Ευτυχώς, είχε προνοήσει να πάει από αρκετά νωρίς και να πάρει αριθμό προτεραιότητας. Το 1. Επιστρέφοντας σπίτι, έκανε μια στάση στο φαρμακείο και αγόρασε πέντε πακέτα χειρουργικές μάσκες. Έβαλε μια μάσκα και μπήκε στο διαμέρισμα.
Το τοπίο ήταν σαν βομβαρδισμένο. Κούτες παντού. Πύργοι από κούτες. Είχε τελειώσει με το σαλόνι, την τραπεζαρία, το μπάνιο, την κουζίνα, το πατάρι. Της έμενε η κρεβατοκάμαρα της και η παλιά των παιδιών, που πια χρησίμευε σαν αποθήκη. Άρχισε με τις ντουλάπες της κρεβατοκάμαρας. Δεν ήταν πολύ δουλειά. Ως το μεσημέρι θα είχε τελειώσει. Θα άνοιγε μια παγωμένη μπύρα και ήρεμη πια, θα την απολάμβανε, ρίχνοντας μια ματιά στο μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων. Θα μάθαινε τις τελευταίες εξελίξεις για την νέα επιδημία που είχε μαστίσει την υφήλιο. Αφορούσε έναν ιό που αναπτυσσόταν στο χαρτί και που είχε επικρατήσει με το όνομα χάρτινος ιός. Ήταν ένας ιός, επικίνδυνος για τον άνθρωπο. Οι απόψεις των ιατρών βέβαια διίσταντο. Άλλοι πίστευαν πως μπορούσε να εξελιχθεί σε θανατηφόρο και άλλοι πως τα πιο σοβαρά του συμπτώματα θα ήταν πυρετός και διάρροια. Αυτή είχε τρέξει να εμβολιαστεί, άρα δεν ανησυχούσε για την υγεία της. Ήθελε όμως να ενημερωθεί για την πορεία των ερευνών.
Όταν θα τελείωνε το δελτίο, θα έκλεινε την τηλεόραση και θα την συσκεύαζε. Θα ήταν το τελευταίο δελτίο ειδήσεων που θα παρακολουθούσε σ’ αυτό το σπίτι. Την ίδια μέρα κιόλας, η μετακόμιση τους στην Κερατέα θα ολοκληρωνόταν. Ήταν δυο μήνες τώρα που είχε πάρει σύνταξη. Τα έβαλαν κάτω με τον άντρα της και αποφάσισαν να νοικιάσουν το σπίτι στην Αθήνα και να έχουν ως μόνιμη κατοικία τους το εξοχικό στην Κερατέα. Ούτως ή άλλως, δεν είχαν πια δουλειές στην Αθήνα. Έτσι, θα εξοικονομούσαν ένα επιπλέον εισόδημα. Δεν το είχαν ανάγκη, θα μπορούσαν όμως να βοηθούν τα παιδιά τους, που είχαν και τα δύο παντρευτεί και κάνει δικά τους παιδιά. Θα το χαιρόταν πολύ αυτό το τελευταίο δελτίο ειδήσεων στο σπίτι που έζησε 45 χρόνια. Ήταν 20 χρονών κορίτσι όταν παντρεύτηκε και ήρθε να ζήσει με τον άντρα της σ’ αυτό το διαμέρισμα. Το μισό το είχαν πάρει από την αντιπαροχή της μονοκατοικίας των γονιών της και το άλλο μισό με δάνειο από την εργατική εστία. Πόσες χαρές και πόσες λύπες δεν γνώρισε σ’ αυτό το σπίτι. Πόσα δελτία ειδήσεων παρακολούθησε. Πόσα σημαντικά γεγονότα. Πολέμους, σεισμούς, γεννήσεις, θανάτους, κρίσεις, πυρηνικές καταστροφές, γάμους, ιούς. Παγκόσμια και προσωπική ιστορία.
Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, πέρασε η ώρα και δεν είχε ακόμη τελειώσει με τις ντουλάπες. Θα έπρεπε να βιαστεί. Η μεταφορική θα ερχόταν μισή ώρα μετά το τέλος του δελτίου ειδήσεων. Έβαλε τα δυνατά της και τελείωσε στην ώρα της. Άνοιξε μια παγωμένη μπύρα και πήγε στην τηλεόραση. Όπως το είχε μαντέψει, το κύριο θέμα του δελτίου ήταν ο χάρτινος ιός. Την στιγμή που δυο γιατροί τσακώνονταν για το αν πρέπει ή όχι να εμβολιαστεί ο πληθυσμός της χώρας, ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά, ζαλίστηκε και έπεσε από την καρέκλα. Λίγη ώρα μετά, οι εργάτες της μεταφορικής την βρήκαν πεσμένη στο πάτωμα. Ήταν ακόμη ζεστή, αλλά η καρδιά της δεν χτυπούσε. Ήταν νεκρή. Νεκρή, μα εμβολιασμένη.
Δεν είχε προλάβει να τελειώσει την μπύρα της και να δει το τελευταίο δελτίο ειδήσεων στο σπίτι της στην Αθήνα. Κηδεύτηκε την επομένη στο νεκροταφείο της Κερατέας. Κανείς ποτέ δεν έμαθε για τον λάκκο κάτω από τη νεραντζιά.
Ήταν Δευτέρα απόγευμα, όταν εξαφανίστηκε ο Γιώργος από την παιδική χαρά. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, η Ζέτα έστρεψε αλλού το βλέμμα της κι όταν το επέστρεψε, ο Γιώργος δεν ήταν εκεί.
Κόλλησε στη γειτονιά και στους σταθμούς των τρένων αφίσες. Κόλλησε στο αυτί της το κινητό της τηλέφωνο, μη τυχών και χάσει κάποια κλίση που θα αφορούσε τον Γιώργο. Πέρασαν πέντε μέρες. Τίποτα. Πέρασαν δέκα μέρες. Τίποτα. Η Ζέτα είχε πάει να τρελαθεί. Δεν είχε άλλον στον κόσμο, παρά τον Γιώργο. Τέσσερα χρόνια τώρα είχε δώσει νόημα στη ζωή της. Δεν πήγαινε πουθενά χωρίς αυτόν. Ούτε μέχρι το περίπτερο. Αν δεν τον έβρισκε σύντομα, θα έκανε καμιά τρέλα. Πήγε και στην αστυνομία. Και σε ντετέκτιβ. Δεν μπορούσαν να την βοηθήσουν. Τις μέρες τις περνούσε στην παιδική χαρά, πιστεύοντας πως ο Γιώργος θα επιστρέψει εκεί απ’ όπου έφυγε. Τα βράδια δεν κοιμόταν. Την έπαιρνε ο ύπνος κατά τις πέντε, αλλά στις έξι το πρωινό φως την ξύπναγε. Ήταν κι εκείνοι οι Κινέζοι, που είχαν ανοίξει ένα κατάστημα εδώ και δύο μήνες στο ισόγειο και ξεφόρτωναν εμπορεύματα κάθε μέρα από τις εφτά. Τα τσιν τσαν τσον πήγαιναν κι ερχόντουσαν. Διαπερνούσαν τ’ αυτιά της. Φαινόντουσαν καλοί άνθρωποι. Τους συναντούσε και στην παιδική χαρά. Έφερναν τα παιδάκια τους. Τη γλώσσα τους όμως δεν την άντεχε. Της θύμιζε και τον πρώην της, τον Γιώργο, που ήταν λάτρης του ασιατικού κινηματογράφου. Ακόμη μπορούσες να βρεις στα ράφια της βιβλιοθήκης της κάποια ξεχασμένα dvd με κινέζικες ταινίες. Της ήταν άχρηστα φυσικά. Σκεφτόταν να τα χαρίσει στην οικογένεια του ισογείου. Απ’ αυτήν πιο πολύ θα τα εκτιμούσαν. Όλ’ αυτά βέβαια, πριν εξαφανιστεί ο Γιώργος, γιατί τώρα δεν υπήρχε χώρος για τέτοιες σκέψεις.
Την ενδέκατη μέρα, μια αφίσα ξεπρόβαλλε δίπλα στην αφίσα εξαφάνισης του Γιώργου.
Αφορούσε την εξαφάνιση της Λίζας. Η Ζέτα την ήξερε τη Λίζα. Από την παιδική χαρά. Μέσα σε δέκα μέρες δεύτερη εξαφάνιση στη γειτονιά, δεν μπορούσε να είναι τυχαίο. Στο μεταξύ, ο Γιώργος τίποτα. Η Ζέτα είχε αρχίσει να το παίρνει απόφαση. Ήλπιζε τουλάχιστον κάποιος να τον είχε βρει ή να τον είχε κλέψει και να μην τριγυρνούσε πεινασμένος και μόνος του στο κρύο. Είχε ήδη αρχίσει να κάνει κάποιες σκέψεις για αντικατάσταση του. Θα έπαιρνε ένα γιορκσάιρ, ίδιο με τον Γιώργο κι αν ο Γιώργος επέστρεφε, θα είχε δύο. Τι ένα, τι δύο; Θα είχε και ο ένας παρέα τον άλλο. Το μόνο που την προβλημάτιζε ήταν το πώς θα τον ονόμαζε. Ήθελε να τον ονομάσει Γιώργο, αλλά αν ο Γιώργος επέστρεφε, τότε δεν θα μπορούσε να τους λέει και τους δύο Γιώργους. Βέβαια, όταν ο Γιώργος ο πρώην της έφυγε κι η Ζέτα πήρε τον Γιώργο το γιορκσάιρ, είχε τον ίδιο προβληματισμό, πως αν ο Γιώργος επέστρεφε, δεν θα μπορούσε να τους λέει και τους δύο Γιώργους. Όμως, ο Γιώργος δεν επέστρεψε κι έτσι δεν υπήρξε πρόβλημα.
Τελικά, πήρε ένα γιορκσάιρ, ίδιο με τον Γιώργο, το ονόμασε Γιώργο και ξαναβρήκε τη ρουτίνα της. Ώσπου, μετά από δέκα μέρες, μια τρίτη αφίσα τοιχοκολλήθηκε δίπλα σ’ αυτές του Γιώργου και της Λίζας. Ήταν μια αφίσα για την εξαφάνιση του Μπομπ. Η Ζέτα άρχισε να τρομοκρατείται. Φοβόταν πολύ για το μέρος που μεγάλωνε τον Γιώργο της. Όταν δίπλα στις αφίσες του Γιώργου, της Λίζας και του Μπομπ, είδε την αφίσα του Σούμο, αγόρασε μια «Χρυσή Ευκαιρία».
Σε λίγες κιόλας μέρες είχε βρει σπίτι σε άλλη γειτονιά. Την προηγούμενη μέρα της μετακόμισης κατέβηκε στο μαγαζί των Κινέζων στο ισόγειο. Ήθελε να τους χαιρετήσει και να τους χαρίσει εκείνα τα dvd. Οι Κινέζοι δεν έδειξαν να χάρηκαν με τις ταινίες. Φάνηκαν να μην τις ξέρουν καν. Τους πέτυχε βέβαια και σε παράξενη στιγμή, γιατί μετακόμιζαν κι αυτοί. Το ενοίκιο ήταν ακριβό, της είπαν. Θα πήγαιναν κάπου φθηνότερα. Χαιρετήθηκαν και την επόμενη μέρα από το πρωί, δυο φορτηγά είχαν κλείσει το δρόμο τους. Ένα για τη Ζέτα κι ένα για τους Κινέζους.
Ένα βράδυ μετά από έξι μήνες, η Ζέτα έβλεπε ειδήσεις στην τηλεόραση. Είχε μόλις βγει από το μπάνιο και ο Γιώργος ο 3ος τριβόταν στη γυμνή της γάμπα. Απορροφημένη από τις σκέψεις της, σχεδόν δεν κατάλαβε για πότε το ρεπορτάζ άλλαξε. Από τον τιμάριθμο και το καλάθι της νοικοκυράς είχε μεταπηδήσει στην εξάρθρωση από την αστυνομία μιας σπείρας Κινέζων που «απήγαγε» αδέσποτους και μη σκύλους από γειτονιές της Αθήνας και τους προμήθευε σε κινέζικα εστιατόρια.
http://wolf.ok.ac.kr/~annyg/english/e5.htm Η οθόνη γέμισε με τις φωτογραφίες των ενόχων, που δεν ήταν άλλοι από τους παλιούς γείτονες της Ζέτας. Ο δημοσιογράφος συμπλήρωσε πως η οικογένεια των δραστών άλλαζε συχνά βάση, ώστε να μην προλαβαίνει να κινήσει υποψίες στους γείτονες. Η Ζέτα πανικοβλήθηκε. Σκέφτηκε τον Γιώργο τον 2ο παϊδάκια και μετά σουβλάκι. Πήγε στο μπάνιο κι έκανε εμετό. Ο Γιώργος ο 3ος την ακολούθησε. Γάβγιζε συνεχώς.
Τον εμετό της Ζέτας και το γάβγισμα του Γιώργου διέκοψε το τηλέφωνο. Η Ζέτα απάντησε. Ήταν ο Γιώργος ο 1ος. Η Ζέτα τα έχασε. Είχαν να μιλήσουν κοντά πέντε χρόνια. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα έφτιαξε έναν φανταστικό διάλογο στο μυαλό της. Ο Γιώργος θα της ζητούσε να τα ξαναβρούνε. Η Ζέτα θα αρνιόταν. Ο Γιώργος θα επέμενε. Η Ζέτα θα του έλεγε πως δεν γίνεται γιατί δεν είναι μόνη. Ο Γιώργος θα την παρακαλούσε. Η Ζέτα θα του έδινε ραντεβού την επόμενη μέρα. Τον φανταστικό διάλογο διέκοψε, η ήρεμη φωνή του Γιώργου που της ζητούσε τα ξεχασμένα στο σπίτι της dvd με τις κινέζικες ταινίες. Η Ζέτα του απάντησε πως δεν τα έχει πια και του έκλεισε το τηλέφωνο.
Την επόμενη μέρα, η Ζέτα ξύπνησε με άθλια διάθεση. ‘Έβαλε στον Γιώργο το λουρί του και βγήκαν από το σπίτι. Πήγαν στο petshop της γειτονιάς. Η Ζέτα ζήτησε να της φτιάξουν ένα νέο περιλαίμιο για τον Γιώργο, που να μην γράφει Γιώργος, αλλά Τζακ. Πήρε το νέο περιλαίμιο, το φόρεσε στον Γιώργο - Τζακ και γύρισαν σπίτι. Πέταξε όσα φυλλάδια κινέζικων delivery είχε στο συρτάρι της κουζίνας,
έναν φακό που είχε αγοράσει από έναν πλανόδιο Κινέζο σε μια ταβέρνα και μια νάιλον νυχτικιά που είχε πάρει από τους παλιούς της γείτονες. Το βράδυ δεν είδε ειδήσεις. Ο Τζακ τρίφτηκε στη γάμπα της και μετά από λίγο έπεσαν για ύπνο. Το πρωί, η διάθεση της Ζέτας είχε κάπως φτιάξει. Τώρα το μόνο που της έμενε ήταν να μάθει τον Τζακ να ακούει στο νέο του όνομα.
Μπαίνω για πρώτη μου φορά σ’ αυτό το κτίριο που το έχουν φτιάξει με τέτοιο τρόπο ώστε να καταλαβαίνεις αμέσως ότι είναι ελληνικό. Κολώνες τύπου Παρθενώνα και γύρω-γύρω τα ονόματα όλων των σωτήρων του έθνους. Φοβάμαι. Φοβάμαι γι’ αυτό που θα μου συμβεί εκεί μέσα, φοβάμαι γι’ αυτό που αντικρίζω εδώ έξω. Φοβάμαι κι είμαι κουρασμένη. Χτυπάω το κουδούνι κι ο φόβος έχει φτάσει στα ακροδάχτυλα μου. Και στη φωνή μου. Κάνει κρύο. Η πόρτα ανοίγει αυτόματα. Ψηλοτάβανος χώρος, στα δεξιά μου το θυρωρείο-η loge που λένε και οι Γάλλοι. Περπατάω προς τα εκεί. Μια γυναίκα γύρω στα εξήντα μου απευθύνεται στα γαλλικά μεν, με μια απροσδιόριστη προφορά δε. Μου συστήνεται. Είναι η MadamePratt, μεγαλωμένη στη Νορμανδία με ρουμάνικη καταγωγή. Τώρα εξηγούνται όλα. Και η προφορά και η αμφίεση. Μπλούζα με φουσκωτά μανίκια, έτοιμα να πετάξουν, φαρδιά μακριά φούστα.
Με ξεναγεί. Στο υπόγειο τα πλυντήρια, οι μηχανές του καφέ, το ping-pong. Κάποια κορίτσια πλένουν τα ρούχα τους, κάποια αγόρια παίζουν ping-pοng. Σκέφτομαι πως έτσι πρέπει τα κορίτσια στη μπουγάδα και τ’ αγόρια στη διασκέδαση. Γελάω. Εσωτερικά. Εξωτερικά μοιάζω χαμένη, λέω τα μισά στα ελληνικά, τα μισά στα γαλλικά κι όλ’ αυτά διαμεσολαβημένα απ’ τα ρουμάνικα που φυσικά δεν ξέρω. Χάνομαι μέσα στα μανίκια της MadamePratt. Ταξιδεύω ως το χωριό που γεννήθηκε, πετάω πάνω από το πατρικό της. Τη βλέπω να πηγαίνει πρώτη μέρα στο σχολείο και μετά τη βλέπω να ξεκλειδώνει μια πόρτα. Με τη γνωστή πια στ’ αυτιά μου προφορά της, μου ανακοινώνει ότι η πόρτα που ξεκλειδώνει είναι η πόρτα του καινούριου μου δωματίου. Έχει τον αριθμό 112. Σκέφτομαι πως 1+1+2=4, 4 σημαίνει «Δ», για να δούμε όμως «Δ» και 4 τι θα σημάνουν. Το κλειδί στην πόρτα, η MadamePratt μιλάει συνεχώς, δεν την ακούω εδώ και πολλή ώρα, η πόρτα ανοίγει. Μερικά λεπτά έχουν περάσει. Η MadamePratt έχει φύγει, αφού μου έχει εξηγήσει πως λειτουργεί το σύστημα ενδοσυνεννόησης με τη loge, μια και τηλέφωνο το δωμάτιο δεν έχει.
Είμαι μόνη μου. Μόνη στον κόσμο, δηλαδή μόνη σε 13 τ.μ. επιφάνεια. Ένα ξύλινο κρεβάτι, δύο καρέκλες, ένα τραπέζι που χρησιμεύει για γραφείο, μια πόρτα κι ένα παράθυρο. Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ τίποτα παραπάνω, το βλέμμα μου έχει πέσει στο παράθυρο, ανοίγω τη σκουρόχρωμη κουρτίνα, τα σκοροφαγωμένα παραθυρόφυλλα και σκύβω έξω. Βλέπω δέντρα τεράστια, μαδημένα, μια και ο Οκτώβρης είναι προχωρημένος. Κι ένα χαλί από φύλλα σε όλα τα μεγέθη. Σκέφτομαι πως θα βγω να μαζέψω φύλλα να στείλω στους φίλους μου. Να δουν τι βλέπω σαν ανοίγω το παράθυρο μου. Αν έβλεπα θάλασσα θα τους έστελνα έναν αστερία κι ένα κοχύλι. Τώρα όμως βλέπω φύλλα.
Συνειδητοποιώ ότι κρατάω ακόμη τις βαλίτσες στο χέρι. Τις ακουμπάω κάτω, πιάνουν σχεδόν όλο το χώρο. Κοιτάω δεξιά μου και αριστερά μου. Τοίχοι βρώμικοι, η υγρασία σχηματίζει μορφές, οι κιτρινίλες απ’ τον καπνό στέλνουν σήματα βοήθειας. Θέλω να κάνω ένα μπάνιο, να βρέξω το κεφάλι μου. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να βγω απ’ το δωμάτιο, να διασχίσω το διάδρομο και να φτάσω στις ντουζιέρες. Η απόσταση μου φαντάζει μεγαλύτερη κι απ’ αυτή που χωρίζει την Παναγία των Παρισίων από τον πύργο του Άιφελ, κι ας μην έχω διανύσει ποτέ, ούτε τη μία, ούτε την άλλη. Σκέφτομαι πως πρέπει να αγοράσω ένα μπουρνούζι, για να διασχίζω καθημερινά το διάδρομο…
Επιστρέφω απ’ το μπάνιο. Το νερό ήταν μάλλον κρύο. Είμαι τυλιγμένη σε μια πετσέτα, κάθομαι χάμω, ανακούρκουδα, το κεφάλι χαμηλωμένο, η πετσέτα έχει αφήσει ακάλυπτη την πλάτη μου. Σκέφτομαι το κρύο νερό, τους κίτρινους τοίχους, τα 13 μου τ.μ. (1+3=4, πάλι «Δ», μα ποιος είναι αυτός ο «Δ»;), τις βαλίτσες που πρέπει να εξαφανιστούν αν θέλω να χωράω κι εγώ, τα φουσκωτά μανίκια της MadamePratt… Κι όσο για το τι ακούω; Τα φύλλα φυσικά, να μου τραγουδάνε τη Μασσαλιώτισσα με ρουμάνικη προφορά, ανακατεμένη μ’ ένα fado της Rodriguez και με τη φωνή του Μάλαμα να μου υπενθυμίζει πως: «…χωρίς αυτή τη σκοτεινιά, τα χρόνια μένουν άδεια…». Σηκώνομαι, ανοίγω τα φώτα. Η μια λάμπα είναι καμένη. Σιγά και μη δεν ήταν. Ακούγεται ο ήχος μιας καμπάνας. Μάλλον θα ’ναι η ιδέα μου. Οι ήχοι απ’ τις καμπάνες ανάκατοι στο μυαλό μου. Απ’ τον Άγιο Αντώνη στα Πατήσια, από την εκκλησία - φάντασμα της cité, απ’ τον Άγιο Στέφανο στον Περισσό. Ήχοι οικείοι κι ας μην υπήρξα θαμώνας τους. Ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα συγχρονίζεται με τον ήχο του νερού που περνάει απ’ τους σωλήνες, το ντιν νταν της καμπάνας και τον ήχο ενός σοβά που πέφτει στο τραπέζι.
Ανοίγω. Ένα κοριτσάκι με κορδέλα στα μαλλιά, μου λέει σε καθαρά γαλλικά, πως στο σαλόνι γίνεται γιορτή υποδοχής των καινούριων résidants. Είναι η εγγονή της MadamePratt. Η τρίτη γενιά μεταναστών έχει ξεφορτωθεί την προφορά της πατρίδας της. Την ευχαριστώ. Ντύνομαι. Κατεβαίνω απ’ τις σκάλες. Μπαίνω στο σαλόνι. Δύο κοπέλες παίζουν πιάνο και τραγουδούν ελληνικά: «…πάμε σαν άλλοτε, πάμε σαν άλλοτε, πάμε…». Πάμε, ναι, πάμε, πού όμως;
Δίπλα μου κάθεται ένα αγόρι. Συστηνόμαστε. Είναι Πορτογάλος, τον λένε Rui. Φέτος, είναι η δεύτερη του χρονιά στη cité. Πέρσι, σε μια θύελλα ένα κλαδί απ’ τα μεγάλα δέντρα έσπασε κι έπεσε πάνω στο παράθυρο του. Έγινε θρύψαλα. Ευτυχώς ο ίδιος δεν ήταν μέσα. Με ρωτάει τι σπουδάζω. Σωστά βρίσκομαι εδώ για να σπουδάσω, το έχω όμως ήδη ξεχάσει. Το πιάνο παίζει ένα κλασικό γαλλικό κομμάτι: «…quesera, sera…»… Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει… Σωστά; Σωστά. Ο Rui φοράει στο κεφάλι ένα jockey και τρώει ένα πράσινο μήλο. Θέλω να του αρπάξω το μήλο απ’ τα χέρια μια και όλη μέρα είμαι νηστική. Όμως, δεν μ΄ αρέσουν τα μήλα.
Σηκώνομαι. Ο κόσμος έχει αραιώσει. Κάποιοι απ’ όλους αυτούς που είναι τώρα στο σαλόνι ίσως μια μέρα γίνουν φίλοι μου και κάποιοι άλλοι ίσως γίνουν εχθροί μου. Το πιάνο έχει σταματήσει κι εγώ λέω να πάω για ύπνο. Κοιτάζω για λίγο έξω απ’ τις μεγάλες τζαμαρίες. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στο σαλόνι…
Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά μέσα μου. Τα φώτα κλειστά. Να θυμηθώ αύριο να ζητήσω μία λάμπα για ν’ αλλάξω την καμένη. Ξαπλωμένη, προσπαθώ να κοιμηθώ. Δύσκολο. Αντί για προβατάκια, μετράω φουσκωμένα μανίκια, ξύλινα κρεβάτια, παράθυρα με θέα, γυμνές πλάτες, καμπαναριά, πρόσωπα μικρών κοριτσιών, πιάνα, πράσινα μήλα, καμένες λάμπες και ξαπλωμένες κοπέλες. Όνειρα γλυκά.
Το Μοντεβιδέο είναι στην Ουρουγουάη ή στην Παραγουάη;
Η Δήμητρα, η Ειρήνη και η Μαρία άφησαν τα πράγματα τους στο youthhostel και έφυγαν πολύ γρήγορα. Δεν είχαν πολύ χρόνο στη διάθεση τους. Αποτελούσαν κι αυτές ένα μικρό μόνο κομμάτι «των τουριστών της μιας μέρας» που ξεχείλιζαν καθημερινά την πόλη του Μοντεβιδέο. Είχαν λοιπόν κάτι λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες για να δουν την πόλη τη μέρα, να επισκεφτούν κάποιο μουσείο, να δουν την πόλη την νύχτα, να φάνε, να ψωνίσουν αναμνηστικά και… να κοιμηθούν.
Το youthhostel ήταν στην παλιά πόλη, στη ciudadvieja, κοντά στο λιμάνι. Ξεκίνησαν λοιπόν τη βόλτα τους από εκεί. Πολύ γρήγορα κάποιοι ένστολοι τους απαγόρεψαν να περπατάνε στις προβλήτες. Απογοητευμένες αρκέστηκαν να σουλατσάρουν και να βγάζουν φωτογραφίες από την άλλη μεριά του δρόμου. Κατευθύνθηκαν προς τα βάθη της παλιάς πόλης και κατέληξαν στην κλειστή αγορά, στη mercadodelpuerto, για φαγητό.
Εκεί, τους εξυπηρέτησε ο Daniel, ο χωρίς δόντια σερβιτόρος. Όσο τους σέρβιρε μια τεράστια ποικιλία κρεατικών, συνοδευμένη από τοπικό κρασί, αναγνώρισε στη γλώσσα τους τη γλώσσα του παππού του. Έπιασαν λοιπόν τη συζήτηση για τον Έλληνα ναυτικό παππού του, που ξελογιάστηκε από την Ουρουγουάνα καλλονή γιαγιά του και για τα ξαδέλφια του στη Χαλκιδική. Ο Daniel δεν είχε πάει ποτέ στην Ελλάδα, κάτι που θα ήθελε πολύ. Δεν έχασε λοιπόν την ευκαιρία να την πέσει στη Μαρία, μια και είχε κι αυτή σόι στη Χαλκιδική. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια θα σκέφτηκε. Και γκόμενα και ταξίδι στην Ελλάδα που θα συνοδευόταν με διεκδίκηση ακίνητης περιουσίας. Κι η Μαρία δεν ήταν καθόλου άσχημη. Όπως και να ’χει, η Μαρία δεν υπέκυψε και τα κορίτσια έφυγαν έχοντας αποσπάσει μια έκπτωση στο λογαριασμό και έχοντας δώσει στον Daniel, ένα αόριστο ραντεβού για το βράδυ.
Οι τρεις φίλες συνέχισαν την εξερεύνηση τους στην πόλη. Συνάντησαν κάτι τύπους με άλογα φορτωμένα με σκουπίδια να τριγυρνάνε στους δρόμους. Αναρωτήθηκαν αν αποτελούσαν τα επίσημα σκουπιδιάρικα της πόλης ή απλώς έψαχναν για σκουπίδια «αξίας», τα οποία θα μεταπουλούσαν. Έβγαλαν μερικές φωτογραφίες και συνέχισαν τη βόλτα τους.
Πήραν την calleCerrito, έναν κεντρικό δρόμο με διάφορα αξιοθέατα κατά μήκος του. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και ευτυχώς η ζέστη να υποχωρεί. Το φως ήταν ιδανικό για φωτογραφίες. Magichour. Κοντοστάθηκαν έξω από ένα μεγαλεπήβολο κτίριο και πόζαραν η μία στην άλλη. Ένας κύριος, που στεκόταν στην είσοδο του κτιρίου, τις πλησίασε. Ήταν ψηλός και κοκαλιάρης, χωρίς δόντια, λίγο τρομακτικός. Άρχισε να τους μιλά ισπανικά, γλώσσα που μόνο η Ειρήνη μπορούσε, περίπου, να καταλάβει. Ήταν υπάλληλος της υπηρεσίας που στεγαζόταν στο κτίριο. Της εθνικής λοταρίας, κάτι σαν τον ΟΠΑΠ σκέφτηκε η Ειρήνη. Αφού τους συστήθηκε, τις προσκάλεσε μέσα να τους κάνει μια μίνι ξενάγηση του παλιού κτιρίου, αλλά κυρίως να τις μαλώσει. Να τις μαλώσει, που τόσο απροκάλυπτα περπατούν αυτή την ώρα σ’ αυτόν τον τόσο επικίνδυνο δρόμο, κρατώντας τις φωτογραφικές τους μηχανές. Η Ειρήνη μετάφρασε στις φίλες της. Ο ψηλός κύριος τους σύστησε να συνεχίσουν τη βόλτα τους, βάζοντας στην τσάντα τους τις μηχανές τους, μια και τώρα προκαλούν τις παιδικές συμμορίες που τριγυρνάνε στην περιοχή. Τα κορίτσια τον ευχαρίστησαν, βγήκαν από το κτίριο και συνέχισαν τη βόλτα τους. Σχολίασαν το διδακτικό ύφος του ψηλού κυρίου, την υπερβολή με την οποία τόνιζε τις λέξεις και κοντοστάθηκαν για να βγάλουν μερικές ακόμη φωτογραφίες. Το σούρουπο κράταγε ακόμη και έπρεπε να το εκμεταλλευτούν.
Η Ειρήνη πήγαινε μπροστά, η Μαρία ακριβώς πιο πίσω της και η Δήμητρα τελευταία, μια και είχε τη μεγαλύτερη τάση να φωτογραφίζει το οτιδήποτε έβλεπε. Η Μαρία πλησίασε την Ειρήνη και της πρότεινε να περπατάνε και οι τρεις μαζί, μια και αισθανόταν πως δυο πιτσιρίκια τις ακολουθούν. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της, τρεις στριγκλιές της Δήμητρας τις έκαναν να γυρίσουν πίσω τους και να δουν τη φίλη τους να προσπαθεί να κρατήσει τη φωτογραφική μηχανή της, ενώ τα δύο πιτσιρίκια της την τράβαγαν με δύναμη. Η Ειρήνη και η Μαρία δεν αντέδρασαν. Συγκεκριμένα η Ειρήνη έβγαλε κι αυτή τρεις στριγκλιές, ως συμπαράσταση στην άτυχη φίλη της και η Μαρία πήρε τη στάση «πιγκουΐνος» και παρακολούθησε την εξέλιξη.
Η επόμενη στιγμή τις βρήκε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής να δίνουν κατάθεση. Η Ειρήνη φανερά σοκαρισμένη, σαν σε παραλήρημα, επαναλάμβανε τη φράση: «doschicospequeños conblousasconlineasazulerosyrojos», που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «δύο μικρά παιδιά με μπλούζες με κόκκινες και μπλε ρίγες». Οι αστυνομικοί κοίταζαν λίγο μπερδεμένοι, αλλά διαβεβαίωναν τις τρεις κοπέλες πως θα κάνουν ότι μπορούν για να βρουν τους ύποπτους. Στο μεταξύ, το πόδι της Δήμητρας είχε αρχίσει να πρήζεται. Μάλλον το είχε κάπως τραντάξει στην «πάλη» με τα παιδιά.
Το βράδυ τις βρήκε στην ταράτσα του youthhostel. Ούτε αναμνηστικά ψώνισαν, ούτε μουσεία επισκέφτηκαν, ούτε το Μοντεβιδέο τη νύχτα είδαν, ούτε τον Daniel συνάντησαν. Το μόνο που τους έμενε ήταν να κοιμηθούν. Η φωνή του Carlos, του χωρίς δόντια Ουρουγουάνου ρεσεψιονίστ να τραγουδά παίζοντας κιθάρα, το «BienvenidosenhotelCalifornia», δηλαδή μια ισπανική διασκευή της γνωστής επιτυχίας των Eagles, σε συνδυασμό με τον μονότονο ήχο μιας καλοκαιρινής ψιχάλας, τις νανούρισε για τα καλά.
Στη διάρκεια της επιστροφής στο BuenosAires, τα τρία κορίτσια προέβηκαν σε τρία συμπεράσματα: πρώτον να ακούνε τους ψηλούς κυρίους, δεύτερον πως το Μοντεβιδέο είναι μια φτωχή πόλη, γι’ αυτό και ανθεί η παιδική εγκληματικότητα και γι’ αυτό οι Ουρουγουάνοι έχουν προβλήματα με τα δόντια τους και τρίτον, έπρεπε επειγόντως να πάνε την Δήμητρα σ’ ένα νοσοκομείο και να της πάρουν μια καινούρια φωτογραφική μηχανή.
Λίγο πριν μπουν στο λιμάνι, ένας Αργεντίνος τους διαβεβαίωσε πως οι τύποι με τα άλογα και τα σκουπίδια, δηλαδή οι cartoneros, έρχονται από την επαρχία στην πόλη με σκοπό να μεταπουλήσουν οτιδήποτε αξίας βρουν στους τενεκέδες. Κάπου εκεί και η Ειρήνη συνειδητοποίησε πως το μπλε στα ισπανικά είναι «azul» και όχι «azulero», όπως το έλεγε και το ξανάλεγε στους αστυνομικούς. Azuleros ονομάζονται τα άσπρα και μπλε πλακάκια, που σύμφωνα με μια πορτογαλική τεχνοτροπία εικονογραφούν παραστάσεις από την καθημερινή ζωή προηγούμενων αιώνων.
Έτσι, εξηγιόταν και το μπέρδεμα στο βλέμμα των αστυνομικών. Τέλος, για μια ακόμη φορά, η Δήμητρα και η Μαρία απάντησαν στην ερώτηση της Ειρήνης, πως το Μοντεβιδέο είναι η πρωτεύουσα της Ουρουγουάης και όχι της Παραγουάης. Και με αυτές τις διαβεβαιώσεις – διαπιστώσεις – απαντήσεις, τα κορίτσια έλυσαν όλες τις απορίες τους και πήραν ένα ταξί για το νοσοκομείο Argerich, το νοσοκομείο που εφημέρευε στην πόλη των καλών αέρηδων. Ή νόμιζαν πως τις έλυσαν όλες…
2
Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη ή στην Ασία;
Ο Juan ξύπνησε πρωί. Το καλοκαίρι, η ζέστη δεν τον άφηνε να κοιμηθεί μετά τις 6. Έκανε ένα ντους, δόντια δεν είχε για να πλύνει, έφαγε το πρωινό του, ψωμί με dulcedeleche και αγνάντεψε τη θάλασσα. Δουλειά έπιανε στις δώδεκα, άρα κανονικά θα είχε όλο το χρόνο δικό του για να χαζέψει. Όμως, είχε να κανονίσει μια δουλειά στην τράπεζα και να πληρώσει τον λογαριασμό του ρεύματος. Αυτό σήμαινε να περιμένει σε δύο ουρές, βάλε και τα δύο λεωφορεία που έπρεπε να αλλάξει, δηλαδή άλλες δύο ουρές, συνολικά τέσσερις. Έφυγε από το σπίτι του στις οχτώ. Περίμενε στην τράπεζα. Ευτυχώς ήταν ακόμη νωρίς και η ουρά δεν είχε σχηματίσει σαλίγκαρο. Τελείωσε τη δουλειά του και περίμενε το λεωφορείο για την Πλατεία Ανεξαρτησίας. Εκεί, πλήρωσε το ηλεκτρικό ρεύμα – η ουρά σχημάτιζε τρεις σαλίγκαρους - και συνάντησε την αδελφή του, την Josefina. Πέρασε από το πόστο της, κοντά στην πλατεία. Η Josefina είχε ένα τραπεζάκι, μια καρέκλα κι ένα πιεσόμετρο κι έπαιρνε για 5 ουρουγουάνικα pesos την πίεση στους περαστικούς. Έδωσε στον αδελφό της 200 pesos, ως αντίτιμο για τις «υπηρεσίες» του της χθεσινής μέρας και επί τη ευκαιρία, του πήρε την πίεση. Είχε υπόταση. Κατά τις έντεκα, χαιρέτησε την αδελφή του και πήρε θέση στην ουρά του λεωφορείου, με κατεύθυνση την παλιά πόλη. Στις δώδεκα ακριβώς, ήταν στη δουλειά του, στην εθνική λοταρία, στην calleCerrito. Ήταν θυρωρός.
Μέχρι τις επτά το απόγευμα, η βάρδια του είχε τσουλήσει πολύ βαρετά. Κανείς δεν του είχε ζητήσει τίποτα. Κανείς δεν είχε χρειαστεί τίποτα. Κανείς δεν είχε θελήσει να μπει στον εθνικό οργανισμό για τίποτα. Ήσυχη μέρα. Αναδουλειά. Σε επτά ώρες είχε μετρήσει να περνάνε: 206 λεωφορεία, 31 cartoneros με τα άλογα τους, 452 περαστικοί και κανένας τουρίστας. Είχε χαζέψει στην τηλεόραση τον «Batman», μεταγλωττισμένο στα ισπανικά. Για τρίτη φορά, μια και του άρεσαν οι ταινίες φαντασίας. Είχε απαντήσει στα τηλέφωνα της Josefina, που στο μεταξύ είχε επιστρέψει σπίτι της και αναρωτιόταν πως πήγαιναν τα πράγματα εκεί, στην calleCerrito. Είχε ξεσκονίσει κάτι παλιά εκθέματα του οργανισμού. Και είχε πάρει κι έναν ελαφρύ υπνάκο.
Κατά τις οχτώ, ότι είχε αρχίσει να σουρουπώνει, αντίκρισε στην άκρη του δρόμου, τρία νεαρά κορίτσια – προφανώς Ευρωπαίες τουρίστριες – που χάζευαν, βγάζοντας φωτογραφίες. Επιτέλους, η μέρα αποκτούσε ενδιαφέρον. Τηλεφώνησε στη Josefina. Την ενημέρωσε σχετικά με την άφιξη των τουριστριών. Σ’ αυτόν δεν έμενε παρά να τις καθυστερήσει πέντε λεπτά. Πέντε λεπτά, όσο δηλαδή χρειαζόντουσαν τα ανίψια του, οι γιοι της Josefina, ο Mariano και ο Filippo, να εμφανιστούν στην calleCerrito.
OJuan φώναξε τα κορίτσια. Τους συστήθηκε και τις ρώτησε από πού είναι. Ευτυχώς η μία καταλάβαινε κάτι λίγα ισπανικά. Ο θεός και η ψυχή της δηλαδή τι καταλάβαινε, γιατί αν καταλάβαινε όπως μιλούσε… Όπως και να’ χει, του απάντησαν πως είναι από την Ελλάδα και ο Juan τις ρώτησε αν η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη ή στην Ασία. Τα κορίτσια του χαμογέλασαν και του είπαν στην Ευρώπη και μάλιστα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως το είχε μαντέψει λοιπόν. Ευρωπαίες. Τους έκανε μια μίνι ξενάγηση του κτιρίου και έπειτα τις μάλωσε που περπατούσαν κρατώντας τις φωτογραφικές μηχανές τους. Τους εξήγησε, πως έτσι ήταν μια ζωντανή πρόκληση για τις παιδικές συμμορίες, που ανθούσαν στην παλιά πόλη. Αυτό ήταν το παιχνίδι του, το κρατούσε κρυφό έως και από τη Josefina. Στατιστικά, οι εννιά στις δέκα περιπτώσεις, δεν έκρυβαν στις τσάντες τους τις μηχανές τους. Ή οι τουρίστες είναι χαζοί ή αυτός δεν τους έπειθε με τον τρόπο του. Του άρεσε να παίρνει το ρίσκο, προκειμένου να επιβεβαιώνει την θεωρία του. Στην τελική, τα ανίψια του μπορούσαν πάντα να δοκιμάσουν και με τις τσάντες.
Αυτό ήταν. Η αποστολή του είχε τελειώσει. Τώρα αναλάμβαναν δράση τα πιτσιρίκια της αδελφής του. Μικρή ψαριά βέβαια η σημερινή. Συνήθως, είχε να χειριστεί τρία με τέσσερα περιστατικά τη μέρα. Χαιρέτησε τα κορίτσια και τα παρακολούθησε από μακριά. Και όπως το είχε μαντέψει, δεν έβαλαν τις φωτογραφικές στην τσάντα τους. Στάθηκαν πιο ’κει και πόζαραν η μία στην άλλη. Μετά από πολύ λίγο, ο Mariano και ο Filippo περνούσαν μπροστά από το κτίριο της Εθνικής Λοταρίας. Φορούσαν αθλητικές μπλούζες με μπλε και κόκκινες ρίγες. Της Barcelona.
Προσποιήθηκαν πως δεν γνωριζόντουσαν με τον θείο τους. Μετά από πολύ λίγο, τρεις στριγκλιές ακούστηκαν στην calleCerrito. Και μετά από τρία δευτερόλεπτα τρεις ακόμη.
Στις εννιά τελείωσε η βάρδια του Juan. Κλείδωσε τη λοταρία και κίνησε για να πάρει το λεωφορείο. Τέτοια ώρα, η ουρά ήταν πάντα μικρή. Το πολύ των είκοσι ατόμων. Έφτασε σπίτι του μετά από τρία τέταρτα της ώρας. Πήρε την Josefina τηλέφωνο να επιβεβαιώσει πως όλα είχαν πάει καλά. Όλα είχαν πάει καλά. Μια φωτογραφική μηχανή μάρκας SONY και διακόσια pesos Αργεντινής.
Ο Juan έφτιαξε για βραδινό τρεις φέτες ψωμί αλειμμένες με dulcedeleche - έπρεπε να τρώει γλυκά για να ανεβάσει την πίεση του – και πήγε στο κρεβάτι του. Πριν κλείσει το φως για να κοιμηθεί, έψαξε σ’ έναν παλιό χάρτη που είχε κρεμασμένο δίπλα στο κρεβάτι του, την Ελλάδα. Ήταν όντως στην Ευρώπη. Αλλά και πολύ κοντά στην Ασία. Έκλεισε το φως και κοιμήθηκε αμέσως. Λίγο μετά, ξύπνησε με μια υγρή αίσθηση στο πόδι του. Ήταν μερικές σταγόνες βροχής, που είχαν μπει από το ανοιχτό παράθυρο. Σηκώθηκε, έκλεισε το παράθυρο και ξανακοιμήθηκε ως το πρωί στις έξι.
Το επόμενη μέρα δεν είχε να κάνει πολλές δουλειές. Μόνο να περάσει από τη Josefina να πάρει το μερίδιο του. Έφτασε στο πόστο της στην πλατεία Ανεξαρτησίας. Του έδωσε 200 pesos και του πήρε την πίεση. Είχε ανέβει μια ολόκληρη μονάδα από την προηγούμενη μέρα. Το dulcedeleche έκανε δουλειά. Ο Juan έφυγε χαρούμενος. Στη στάση του λεωφορείου δεν είχε μεγάλη ουρά. Στις δώδεκα έπιασε δουλειά στην calleCerrito. Στις τρεις, φάνηκε στην αρχή του δρόμου ένα ζευγάρι Αμερικανών που κρατούσε φωτογραφικές μηχανές. Τηλεφώνησε γρήγορα στο σπίτι της αδελφής του και βγήκε στην είσοδο της Εθνικής Λοταρίας να προϋπαντήσει τα νέα θύματα του.
3
Ποιος λαός βγάζει τις πιο βαρετές φωτογραφίες;
Το πρώτο πράγμα που έκαναν ο Mariano και ο Filippo όταν λαχανιασμένοι έφτασαν στο σπίτι τους, ήταν να χαζέψουν τις φωτογραφίες που «έκρυβε» μέσα της η SONY. Η Josefina φώναζε να τρέξουν γρήγορα στον Pedro να του πουλήσουν τη μηχανή, πριν νυχτώσει και ξαμοληθεί στα μπαρ. Αυτοί όμως δεν την άκουγαν. Είχαν ήδη κλειστεί στον - εξωτερικό του σπιτιού τους - καμπινέ και χάζευαν την Μαρία και την Ειρήνη σε ναζιάρικες πόζες. Η Δήμητρα δεν ήταν πουθενά, μια και αυτή τραβούσε τις φωτογραφίες.
Οι πρώτες φωτογραφίες που είδαν ήταν τραβηγμένες στην calleCerrito. Τρεις φωτογραφίες πριν το τέλος, μπορούσες πίσω από τα πρόσωπα της Μαρίας και της Ειρήνης, στο βάθος, να διακρίνεις τον Mariano και τον Filippo. Τραγική ειρωνεία. Οχτώ φωτογραφίες πριν το τέλος, η ψιλόλιγνη και χωρίς δόντια φιγούρα του θείου τους του Juan, δέσποζε στο κάδρο. Στη συνέχεια, τα δυο αγόρια προσπέρασαν δεκάδες φωτογραφίες με τοπία της αργεντίνικης πρωτεύουσας. Τοπία στα οποία δεν είχαν βρεθεί ποτέ τους, αλλά που είχαν δει εκατοντάδες φορές σε αντίστοιχες μηχανές που είχαν βρεθεί στα χέρια τους, ύστερα από μια επιδρομή στην calleCerrito. Η plazadeMayo, η casaRosada, η συνοικία του SanTelmo, η Boca με τα πολύχρωμα από ελλενίτ σπίτια, το puertoMadero… Δεν τους συγκινούσαν αυτού του τύπου οι φωτογραφίες. Προτιμούσαν αυτές με τις κοπέλες. Κοντοστάθηκαν σε κάποιες που η Μαρία έπαιρνε μαθήματα ταγκό. Αυτές μάλιστα. Εκτός από τη Μαρία σε ακροβατικές στάσεις, περιείχαν και άλλα γυναικεία κορμιά. Το ενδιαφέρον τους τράβηξε επίσης, μια σειρά φωτογραφιών με την Ειρήνη να περνά την λεωφόρο 9ης Ιουλίου. Αυτές τους εξήψαν την περιέργεια όχι τόσο για την Ειρήνη, όσο γιατί ήταν ένα όνειρο τους να διασχίσουν τον πλατύτερο δρόμο του κόσμου.
Μετά και απ’ αυτή την «ξενάγηση» στο BuenosAires, τα δυο αγόρια πλησίασαν σ’ αυτό που από την αρχή αναζητούσαν. Από την calleCerrito ακόμη, όταν πρωτοείδαν τα υποψήφια θύματα τους, μια σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό τους. Είχαν καιρό να «χτυπήσουν» νεαρά κορίτσια. Τον τελευταίο καιρό, όλο τους τύχαιναν κάτι υπερήλικες με βαρετές φωτογραφίες ή κάτι Γιαπωνέζοι με λατρεία στα μνημεία. Η εμπειρία τους μάλιστα έλεγε πως τις πιο αδιάφορες φωτογραφίες βγάζουν οι Αμερικάνοι. Τώρα τα πράγματα όμως έδειχναν να διαφέρουν. H φωτογραφία που εύχονταν να υπάρχει «μέσα» στη SONY, απλωνόταν μπροστά στα λαίμαργα μάτια τους. Η Μαρία και η Ειρήνη με τα μπικίνι τους, ξαπλωμένες σε μια παραλία.
Ο Mariano και ο Filippo, με μια τόσο συγχρονισμένη κίνηση, σαν να ήταν συνεννοημένοι, ξεκούμπωσαν το παντελόνι τους και έβγαλαν έξω τα ακόμη άγουρα μόρια τους. Άρχισαν να τα χτυπάνε με μανία. Μπρος πίσω, πίσω μπρος και ξανά και ξανά και ξανά… Απ’ έξω ακουγόταν η Josefina να φωνάζει για τον Pedro, πως αν δεν τον προλάβαιναν σήμερα, αύριο μπορεί να τους έδινε λιγότερα pesos. Τα δυο αγόρια όμως ήταν πολύ μακριά. Ταξίδευαν πάνω σε δυο ελληνικά κορμιά ξαπλωμένα στην αργεντίνικη άμμο. Τους ήταν αδύνατον ν’ ακούσουν τη μητέρα τους. Πρώτος «τελείωσε» ο Filippo. Ο Mariano δεν άργησε να ακολουθήσει. Και οι δυο είχαν πιτσιλίσει τις κόκκινες και μπλε ρίγες στις μπλούζες τους. Τις έβρεξαν με λίγο νερό και σκούπισαν με χαρτί το παχύρρευστο υγρό. Ανακουφισμένοι, κούμπωσαν το παντελόνι τους, έκλεισαν την μηχανή και ξεκλείδωσαν τον καμπινέ.
Τον Pedro τον πρόλαβαν στο σπίτι του. Δεν είχε ακόμη φύγει για τη βραδινή του τσάρκα στα μπαρ του λιμανιού. Του έδωσαν την φωτογραφική και για αντάλλαγμα αυτός τους έδωσε 200 pesos Ουρουγουάης. Τα δυο αγόρια, γνωρίζοντας πως ο Pedro είχε όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό του ζήτησαν μια χάρη.
Στη διαδρομή για το σπίτι ξεκίνησε μια καλοκαιρινή μπόρα. Τα αγόρια έτρεξαν για να περισώσουν τα δυο τυλιγμένα σαν πάπυρο χαρτιά που κρατούσαν. Όταν έφτασαν έβρεχε ακόμη. Έδωσαν στη Josefina τα 200 pesos. Αυτή γκρίνιαξε λίγο. Περίμενε τουλάχιστον 250. Αμέσως μετά πήγαν στη σάλα, όπου κοιμόντουσαν. Έβγαλαν τα ρούχα τους και ξάπλωσαν με το βρακί. Ξετύλιξαν τους πάπυρους που είχαν φέρει μαζί τους. Η Μαρία και η Ειρήνη ξεπρόβαλλαν με τα μπικίνι τους, ξαπλωμένες στην άμμο. Τα χρώματα είχαν λίγο αλλοιωθεί από το νερό της βροχής, αλλά τα σώματα εξακολουθούσαν να είναι εκεί, όπως και πριν. Οι εκτυπωμένες, σε φτηνό χαρτί, φωτογραφίες μπήκαν κάτω από τα μαξιλάρια του Mariano και του Filippo. Εκείνο το βράδυ, τα δυο αγόρια είδαν τα ωραιότερα όνειρα που είχαν δει ως εκείνη τη στιγμή της ζωής τους.
Το πρωί ξύπνησαν και η πρώτη κίνηση που έκαναν ήταν να πάνε στον καμπινέ. Πήραν φυσικά μαζί τους και τις φωτογραφίες των κοριτσιών. Επανέλαβαν την χθεσινοβραδινή χορογραφία. Μπρος πίσω, πίσω μπρος και ξανά και ξανά και ξανά… Αυτή τη φορά πρώτος «τελείωσε» ο Mariano και ακολούθησε ο Filippo.
Οι επόμενες ώρες πέρασαν βαρετά. Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού. Ο θείος Juan τους καλούσε. Μόλις ξεπρόβαλλαν στην calleCerrito και είδαν το ζευγάρι των Αμερικανών στοιχημάτισαν πως οι φωτογραφίες τους θα ήταν τουλάχιστον ανιαρές. Όσο τους πλησίαζαν, η ανάμνηση των κορμιών της Μαρίας και της Ειρήνης πλημμύριζε τα αθλητικά σορτσάκια τους. Σήμερα ήταν ντυμένοι με τα χρώματα της Μίλαν. Μαύρο και κόκκινο.