Η Άννα
Ξύπνησε στις τέσσερις το πρωί, προκειμένου να προλάβει το λεωφορείο της MARGA TAQSA. Είχε ήδη ξημερώσει. Από το βράδυ είχε φτιάξει τα πράγματα της και είχε χαιρετήσει την Carla, την πάντα ευδιάθετη ιδιοκτήτρια του hostel και το παιδί της. Έκανε ένα ντους και βγήκε στη λεωφόρο Gobernador. Το λεωφορείο έφευγε στις πέντε και είχε καλέσει ταξί για τις τεσσεράμισι. Είχε πολλά μπαγκάζια και ο σταθμός των λεωφορείων απείχε με τα πόδια από το hostel, είκοσι λεπτά ανισόπεδου δρόμου. Στις πέντε παρά είκοσι, το ταξί δεν είχε έρθει και η Άννα άρχισε να ψυλλιάζεται πως δεν θα έρθει ποτέ. Ξεκίνησε να περπατά, ελπίζοντας πως θα βρει ένα άλλο στο δρόμο και θα το πάρει. Έσερνε πίσω της μια μεγάλη βαλίτσα με ροδάκια και φορούσε μπροστά της, σαν μάρσιπο, ένα back pack. Άρχισε να κατεβαίνει τεράστιες κατηφόρες, που τις ακολουθούσαν τεράστιες ανηφόρες. Και μετά να ανεβαίνει τεράστιες ανηφόρες, που τις ακολουθούσαν τεράστιες κατηφόρες. Στις κατηφόρες, η βαλίτσα της έδινε ώθηση κι έτσι αναγκαζόταν να τρέχει για να μην κουτρουβαλήσει. Στις ανηφόρες, η βαλίτσα γινόταν βαριά σαν να είχε μέσα πέτρες κι έτσι αναγκαζόταν να επιβραδύνει. Ήταν σαν ένα μυρμήγκι που περπατούσε, κουβαλώντας την τροφή του, στη ράχη ενός τεράστιου κυματιστού σαλίγκαρου. Πήγαινε, πήγαινε, αλλά το μαρτύριο της δεν είχε τέλος.
Όταν από το παράθυρο του λεωφορείου αποχαιρετούσε την χαμογελαστή ευτραφή πράκτορα δεν πίστευε πως τα είχε καταφέρει. Για μια στιγμή είχε πιστέψει πως θα έμενε για πάντα στο «τέλος του κόσμου». Θα έπιανε δουλειά σε ένα τουριστικό καραβάκι, θα έβγαζε φωτογραφίες τους τουρίστες παρέα με πιγκουΐνους και θαλάσσιους λέοντες, θα έτρωγε μακαρονάδες με centolla, δηλαδή καβούρια και θα πέθαινε από την τρύπα του όζοντος. Όμως τα είχε καταφέρει. Άφηνε μια για πάντα πίσω της την Ushuaia, το bar El Almacén και τη δύση του ηλίου στις έντεκα το βράδυ, άλλη μια Avenida S. Martin – την πέμπτη που είχε συναντήσει στις πόλεις που είχε επισκεφτεί τις τελευταίες είκοσι μέρες - τα κομψά σκουπιδιάρικα, «ντυμένα» στο πλάι τους με μια νυχτερινή φωτογραφία του λιμανιού, το τοπικό super market Carrefour και μαζί με όλ’ αυτά, κάθε ελπίδα πως το άλλο της μισό μπορεί να ζει στο «τέλος του κόσμου». Δυστυχώς είχε φτάσει ως εκεί και δεν το είχε βρει.
Την περίμενε ένα 20ωρο ταξίδι. Είχε πια συνηθίσει στις μεγάλες αποστάσεις. Βρισκόταν στον ένατο μήνα του ταξιδιού της. Πριν ακριβώς ένα χρόνο είχε αποφασίσει να κάνει ένα gap year. Δηλαδή, ν’ αφήσει σπίτι και δουλειά – ο γκόμενος είχε προλάβει να την αφήσει αυτός – και να ταξιδέψει για ένα χρόνο στη Λατινική Αμερική. Χωρίς ταξιδιωτικό στόχο, χωρίς τελικό προορισμό και ημερομηνία επιστροφής. Μοναδικός σκοπός να βρει τον εαυτό της, τι ψάχνει στη ζωή της και γιατί όχι;… το άλλο της μισό.
Την περίμενε ένα 20ωρο ταξίδι. Είχε πια συνηθίσει στις μεγάλες αποστάσεις. Βρισκόταν στον ένατο μήνα του ταξιδιού της. Πριν ακριβώς ένα χρόνο είχε αποφασίσει να κάνει ένα gap year. Δηλαδή, ν’ αφήσει σπίτι και δουλειά – ο γκόμενος είχε προλάβει να την αφήσει αυτός – και να ταξιδέψει για ένα χρόνο στη Λατινική Αμερική. Χωρίς ταξιδιωτικό στόχο, χωρίς τελικό προορισμό και ημερομηνία επιστροφής. Μοναδικός σκοπός να βρει τον εαυτό της, τι ψάχνει στη ζωή της και γιατί όχι;… το άλλο της μισό.
Κοιμήθηκε βαριά. Της άρεσε να κοιμάται στα ταξίδια. Την ξύπνησε η φωνή του συνοδού του λεωφορείου. Βρίσκονταν στα σύνορα της Αργεντινής με την Χιλή και έπρεπε να κατέβουν για έλεγχο διαβατηρίων. Στην ουρά για τον έλεγχο είδε δύο εικόνες που θα στιγμάτιζαν τη ζωή της. Η πρώτη αφορούσε την πιο άσχημη και απωθητική και η δεύτερη την πιο όμορφη και θελκτική, που είχε δει ποτέ της. Της πρώτης ο αντίκτυπος φάνηκε άμεσα. Της δεύτερης άργησε λίγο.
Μισοκοιμισμένη όπως ήταν και μια και η ουρά δεν προχωρούσε γρήγορα, άρχιζε να χαζεύει δεξιά και αριστερά της. Δεξιά της ήταν η βιτρίνα ενός μαγαζιού απ’ αυτά που υπάρχουν στους σταθμούς και πουλάνε τα πάντα. Σε πρώτη θέση στη βιτρίνα του, ήταν τοποθετημένα πακέτα τσιγάρα. Όλα, ανεξάρτητα μάρκας είχαν μια φωτογραφία. Μια σαπισμένη και κακοσχηματισμένη οδοντοστοιχία, σε πολύ κοντινό. Από κάτω το Χιλιανό Υπουργείο υγείας προειδοποιούσε πως το κάπνισμα χαλάει τα δόντια.
Η Άννα απέστρεψε το πρόσωπο της. Γύρισε αριστερά της. Μεμιάς το τοπίο άλλαξε. Ένας μελαχρινός με ευωδιαστή και καλοσχηματισμένη οδοντοστοιχία περίμενε στη διπλανή της ουρά. Έμεινε να τον κοιτάζει. Περπατούσαν παράλληλα, ο καθένας προς έναν υπάλληλο των συνόρων. Προσπάθησε να κλέψει μια ματιά στο διαβατήριο του. Ήταν της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έφτασαν στους υπαλλήλους και πέρασαν από τον έλεγχο. Ο «άντρας» βγήκε από την αίθουσα και η Άννα τον ακολούθησε, μέχρι που τον είδε να μπαίνει στο λεωφορείο της. Ανακουφισμένη που ήταν συνταξιδιώτες, ήταν ελεύθερη να χρησιμοποιήσει τα λίγα λεπτά που της απέμεναν, μέχρι να φύγει το λεωφορείο, για να βρει μια τουαλέτα. Η Άννα είχε μανία με τα δόντια. Τα δικά της και των άλλων. Πλένοντας τα δόντια της, έφερε στο μυαλό της τις δυο πρότερες εικόνες. Η καθεμιά θα αντιστοιχούσε σε δύο αποφάσεις. Η φωτογραφία στα Χιλιανά τσιγάρα και η οδοντοστοιχία του «άντρα». Θα έκοβε το τσιγάρο και θα γνώριζε τον «άντρα».
Η Άννα απέστρεψε το πρόσωπο της. Γύρισε αριστερά της. Μεμιάς το τοπίο άλλαξε. Ένας μελαχρινός με ευωδιαστή και καλοσχηματισμένη οδοντοστοιχία περίμενε στη διπλανή της ουρά. Έμεινε να τον κοιτάζει. Περπατούσαν παράλληλα, ο καθένας προς έναν υπάλληλο των συνόρων. Προσπάθησε να κλέψει μια ματιά στο διαβατήριο του. Ήταν της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έφτασαν στους υπαλλήλους και πέρασαν από τον έλεγχο. Ο «άντρας» βγήκε από την αίθουσα και η Άννα τον ακολούθησε, μέχρι που τον είδε να μπαίνει στο λεωφορείο της. Ανακουφισμένη που ήταν συνταξιδιώτες, ήταν ελεύθερη να χρησιμοποιήσει τα λίγα λεπτά που της απέμεναν, μέχρι να φύγει το λεωφορείο, για να βρει μια τουαλέτα. Η Άννα είχε μανία με τα δόντια. Τα δικά της και των άλλων. Πλένοντας τα δόντια της, έφερε στο μυαλό της τις δυο πρότερες εικόνες. Η καθεμιά θα αντιστοιχούσε σε δύο αποφάσεις. Η φωτογραφία στα Χιλιανά τσιγάρα και η οδοντοστοιχία του «άντρα». Θα έκοβε το τσιγάρο και θα γνώριζε τον «άντρα».
Το ταξίδι απέκτησε μια νέα σημασία. Εντόπισε τη θέση του «άντρα» μέσα στο λεωφορείο - ευτυχώς ήταν στον ίδιο όροφο - και ως την επόμενη στάση παρακολουθούσε κάθε κίνηση του. Στα στενά του Μαγγελάνου κατέβηκαν από το λεωφορείο και πήραν θέση σ’ ένα πλοίο – παντόφλα για να περάσουν απέναντι.
Φρόντισε να κάτσει δίπλα του. Για λίγα λεπτά ο «άντρας» εξαφανίστηκε κι όταν επέστρεψε κρατούσε ένα pancho, δηλαδή ένα hot dog. Η Άννα ζήλεψε. Πήγε να πάρει κι αυτή. Ο πωλητής της είπε πως ήταν πολύ άτυχη. Μόλις είχε δώσει το τελευταίο. Είχε πολλή δουλειά σήμερα. Είχε πουλήσει περίπου τριακόσια panchos από το πρωί. Επέστρεψε κοντά στον «αγαπημένο» της. Ήθελε πολύ να του πει πως δεν πρόλαβε pancho, έτσι για να του πιάσει κουβέντα, όμως ντράπηκε. Έμεινε να ζηλεύει την κέτσαπ, έτσι όπως έσταζε από το φραντζολάκι.
Φρόντισε να κάτσει δίπλα του. Για λίγα λεπτά ο «άντρας» εξαφανίστηκε κι όταν επέστρεψε κρατούσε ένα pancho, δηλαδή ένα hot dog. Η Άννα ζήλεψε. Πήγε να πάρει κι αυτή. Ο πωλητής της είπε πως ήταν πολύ άτυχη. Μόλις είχε δώσει το τελευταίο. Είχε πολλή δουλειά σήμερα. Είχε πουλήσει περίπου τριακόσια panchos από το πρωί. Επέστρεψε κοντά στον «αγαπημένο» της. Ήθελε πολύ να του πει πως δεν πρόλαβε pancho, έτσι για να του πιάσει κουβέντα, όμως ντράπηκε. Έμεινε να ζηλεύει την κέτσαπ, έτσι όπως έσταζε από το φραντζολάκι.
Η άφιξη στο El Calafate ήταν, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες αφίξεις της στις διάφορες πόλεις, μαρτυρική. Ένα 20ωρο άκαπνο ταξίδι έφτανε στο τέλος του και η Άννα δεν είχε καταφέρει να πει ή να πάρει από τον «άντρα» ούτε μια κουβέντα. Το χειρότερο ήταν πως δεν ήξερε πότε και που θα τον ξανάβλεπε.
Στις δύο το πρωί, έφτασε στο hostel «Marco polo». Εκεί, ένας γλοιώδης υπάλληλος προσπάθησε να της πουλήσει μερικά προγράμματα τουρισμού, που συμπεριλάμβαναν διάφορα extreme sports. Επέμενε μάλιστα, λέγοντας πως είχαν απομείνει λίγες κενές θέσεις. Την Άννα όμως, δεν την ενδιέφεραν τα extreme sports. Ήθελε μόνο να κοιμηθεί και να ξυπνήσει το πρωί να ψάξει τον «αγαπημένο» της. Τη στιγμή που ο υπάλληλος την οδηγούσε στο δωμάτιο της, ο «άντρας» έφτανε φορτωμένος με τα μπαγκάζια του στο «Marco polo». Τη στιγμή που ξάπλωνε στο κρεβάτι της, ο «άντρας» έμπαινε στο δωμάτιο της, γιατί ήταν και δικό του δωμάτιο.
Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Ο «άντρας», του οποίου δεν είχε καταφέρει ούτε το όνομα να μάθει, κοιμόταν ακριβώς από κάτω της. Άκουγε την αναπνοή του, την κάθε αλλαγή πλευρού του, τα δευτερόλεπτα όπως άλλαζαν στο ρολόι του, ως και τους κτύπους της καρδιάς του. Άρχισε να πιστεύει πως η συνάντηση τους ήταν καρμική. Στο ίδιο λεωφορείο, στο ίδιο hostel και στο ίδιο δωμάτιο. Έπρεπε να βρει μια αφορμή να του μιλήσει. Θα τον ρώταγε από πού είναι, θα μίλαγαν για τις πόλεις και τις χώρες που επισκέφτηκαν, θα αντάλλαζαν ταξιδιωτικές εμπειρίες, θα οργάνωναν τις νέες τους εξορμήσεις, ίσως μάλιστα αποφάσιζαν να συνεχίσουν παρέα. Πριν γίνουν όμως όλ’ αυτά, έπρεπε να βρει μια αφορμή.
Λίγο αφότου ξημέρωσε, ο γλοιώδης υπάλληλος μπούκαρε στο δωμάτιο, ξύπνησε τον «άντρα» και κάτι του είπε στα ισπανικά. Το μόνο που κατάφερε να ξεχωρίσει η Άννα, ήταν ένα όνομα: Paco Simon. Ώστε τον λένε Paco Simon, σκέφτηκε, άρα μάλλον θα είναι Ισπανός. Ικανοποιημένη που είχε καταφέρει να αποσπάσει αυτές τις δύο πληροφορίες αφέθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα. Η επόμενη εικόνα που θυμάται, πρέπει να ήταν δύο με τρεις ώρες μετά. Ο «άντρας» σηκώθηκε, ντύθηκε, πήρε τα πράγματα του και βγήκε από το δωμάτιο. Η Άννα είχε χάσει την ευκαιρία να του μιλήσει και για άλλη μια φορά τα ίχνη του.
Στο πρωινό τον είδε να μετακομίζει σε ένα άλλο δωμάτιο. Άρχισε να σκέφτεται πως έφυγε εξαιτίας της. Πως κάτι τον ενόχλησε στη συμπεριφορά της ή πως κατάλαβε πως τον γουστάρει και θέλει να την αποφύγει. Μετά, τον είδε στη ρεσεψιόν να νοικιάζει εξοπλισμό για ice trekking, ένα από τα extreme sports, που είχε απορρίψει το προηγούμενο βράδυ. Αποφάσισε να κάνει κι αυτή. Χαιρέκακος ο γλοιώδης υπάλληλος της ανακοίνωσε πως ήταν πολύ άτυχη και πως δεν υπήρχαν πια θέσεις. Είχε πουλήσει την τελευταία το προηγούμενο βράδυ, λίγο μετά την άφιξη της. Της αντιπρότεινε μια επίσκεψη σε ένα ράντζο της περιοχής. Απογοητευμένη, πέρασε τη μέρα της στο libro bar Borges – όπου άκουσε για πολλοστή φορά το λατινοαμερικάνικο συγκρότημα MANA να τραγουδάει το hit του, «Mariposa traicionera»,
αλλά και ελληνικά τραγούδια – και μετά στο ράντζο, όπου έφαγε πολύ κρέας και παρακολούθησε μια τουριστική επίδειξη κουρέματος προβάτου. Όσο ο gaucho κούρευε το πρόβατο, η Άννα σκεφτόταν τον Paco Simon να σκίζει τον πάγο. Κάθε τούφα μαλλί αντιστοιχούσε σε ένα τετραγωνικό μέτρο πάγου.
Το βράδυ στο hostel, τον είδε να γράφει σε έναν φορητό υπολογιστή. Σκέφτηκε πως ήταν η τελευταία της ευκαιρία να του μιλήσει. Η γλώσσα της δέθηκε, το στομάχι της το ίδιο. Τελικά πήγε για ύπνο.
αλλά και ελληνικά τραγούδια – και μετά στο ράντζο, όπου έφαγε πολύ κρέας και παρακολούθησε μια τουριστική επίδειξη κουρέματος προβάτου. Όσο ο gaucho κούρευε το πρόβατο, η Άννα σκεφτόταν τον Paco Simon να σκίζει τον πάγο. Κάθε τούφα μαλλί αντιστοιχούσε σε ένα τετραγωνικό μέτρο πάγου.
Το βράδυ στο hostel, τον είδε να γράφει σε έναν φορητό υπολογιστή. Σκέφτηκε πως ήταν η τελευταία της ευκαιρία να του μιλήσει. Η γλώσσα της δέθηκε, το στομάχι της το ίδιο. Τελικά πήγε για ύπνο.
Την επομένη, πήρε τη απόφαση της. Θα σταματούσε να τρέχει πίσω από έναν άγνωστο, θα συνέχιζε το ταξίδι της όπως πριν. Τελικά δεν της φαινόταν και τόσο καρμική η συνάντηση τους. Παρασύρθηκε από την επιθυμία. Τουλάχιστον έμενε κι ένα καλό απ’ όλη αυτή την ιστορία. Δυο μέρες τώρα δεν είχε καπνίσει. Πήγε στο σταθμό των λεωφορείων. Ζήτησε να αγοράσει ένα εισιτήριο για Bariloche, μέσω RUTA 40.
Ο υπάλληλος της ανακοίνωσε πως ήταν πολύ άτυχη και πως μόλις είχε πουλήσει το τελευταίο. Αν ήθελε μπορούσε να ταξιδέψει ως το El Chaltén και μετά από δυο μέρες, να πάρει από εκεί το επόμενο λεωφορείο για Bariloche. Θυμήθηκε τα λόγια του καντινιέρη στο πλοίο που διέσχιζε τα στενά του Μαγγελάνου, πως ήταν πολύ άτυχη, μια και μόλις είχε πουλήσει το τελευταίο pancho, καθώς και την ξινισμένη μούρη του υπαλλήλου του «Marco polo», όταν της ανακοίνωνε πως δεν υπάρχουν πια θέσεις για ice trekking. Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, αγόρασε ένα εισιτήριο για το El Chaltén.
Ο υπάλληλος της ανακοίνωσε πως ήταν πολύ άτυχη και πως μόλις είχε πουλήσει το τελευταίο. Αν ήθελε μπορούσε να ταξιδέψει ως το El Chaltén και μετά από δυο μέρες, να πάρει από εκεί το επόμενο λεωφορείο για Bariloche. Θυμήθηκε τα λόγια του καντινιέρη στο πλοίο που διέσχιζε τα στενά του Μαγγελάνου, πως ήταν πολύ άτυχη, μια και μόλις είχε πουλήσει το τελευταίο pancho, καθώς και την ξινισμένη μούρη του υπαλλήλου του «Marco polo», όταν της ανακοίνωνε πως δεν υπάρχουν πια θέσεις για ice trekking. Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, αγόρασε ένα εισιτήριο για το El Chaltén.
Είκοσι λεπτά αφού είχαν ξεκινήσει, το λεωφορείο έκανε επί τόπου και ξαναγύρισε στην αφετηρία του. Οι επιβάτες δεν έδειξαν να απορούν, σαν να ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους πισωγυρίσματα. Ρώτησε τον συνοδό γιατί επιστρέφουν. Αυτός της απάντησε πως για να πάρουν έναν επιβάτη, που δεν πρόλαβε το λεωφορείο. Η Άννα ξαφνιάστηκε πολύ, αλλά ξαφνιάστηκε ακόμη περισσότερο όταν είδε πως αυτός ο επιβάτης ήταν ο Paco Simon. Δεν ήθελε να τον βλέπει μπροστά της. Δεν ήθελε να ξαναμπεί στη διαδικασία κυνηγητού του. Είχε αποφασίσει πως έλαβε τέλος αυτός ο φανταστικός έρωτας της. Έβαλε μια μάσκα νυκτός και προσπάθησε να κοιμηθεί. Από τα ηχεία του λεωφορείου ακούστηκε το «Mariposa traicionera». «Μια πεταλούδα που σε προδίδει». Είχε βαρεθεί να το ακούει εννιά μήνες τώρα. Ήθελε να σηκωθεί να σπάσει τα ηχεία. Τελικά κοιμήθηκε. Ξύπνησε στο El Chaltén. Η ελπίδα της πως κι ο Paco Simon θα κατέβαινε εκεί, διαψεύστηκε. Ήταν μόνη της στο El Chaltén και έκανε κρύο. Πολύ κρύο.
Τις δυο μέρες που ακολούθησαν, κλείστηκε στο hostel. Έβαλε πλυντήρια, διάβασε, της ήρθε περίοδος, δεν κάπνισε και περίμενε να έρθει η ώρα να πάρει το επόμενο λεωφορείο.
Ο RUTA 40 ήταν γεμάτος αποκαλύψεις. Τριάντα τρεις ώρες, εκ των οποίων οι τριάντα ήταν στο χωματόδρομο. Χάζευε έξω. Την αργεντίνικη απεραντοσύνη, τα χωριά στο πουθενά, τις μικρές πόλεις, τα αμάξια με τα μπουκάλια χλωρίνης αντί πωλητηρίου στην οροφή τους, τα παιδιά στους δρόμους. Χάζευε και για να πάρει κουράγιο, σκεφτόταν πως τα ίδια μέρη είχε συναντήσει και πριν πολλά χρόνια ο Τσε Γκεβάρα. Είχε δει τα «Ημερολόγια μοτοσικλέτας» και είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, πως αν κάποια μέρα πήγαινε στην Αργεντινή, θα ακολουθούσε την ίδια διαδρομή με τον Τσε. Έτσι για να νιώσει πως έκανε κι αυτή έναν μικρό άθλο. Για να έχει να λέει στα εγγόνια της. Χάζευε και εισέπνεε σκόνη. Πολύ σκόνη.
Όταν έφτασαν και παρέλαβε τις αποσκευές της, ανακάλυψε πως κι αυτές είχαν εισπνεύσει σκόνη. Τα ρούχα της ήταν χάλια. Τσάμπα τα πλυντήρια. Επίσης έβρεχε. Πολύ.
Αισθανόταν χάλια. Σαν αυτός ο Paco Simon να την είχε ματιάσει. Από την ώρα που τον είχε συναντήσει όλα πήγαιναν στραβά. Έφτασε στο hostel. Ένας ευγενικός υπάλληλος της ανακοίνωσε πως δεν υπήρχε πουθενά η κράτηση της. Για το αποψινό βράδυ υπήρχαν άδεια κρεβάτια, αλλά για τα επόμενα το hostel ήταν πλήρες. Άφησε τα πράγματα της και πήγε σε μια τράπεζα να σηκώσει λεφτά. Ξαφνικά η κάρτα της δεν δούλευε. Η βροχή συνέχιζε. Γύρισε στο hostel. Κάποιος της είχε κλέψει τα αγαπημένα της αθλητικά παπούτσια.
Την επόμενη πήγε σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο. Τακτοποίησε το ανοικτό για Αθήνα εισιτήριο της. Σε δυο μέρες ήταν στο σπίτι των γονιών της. Δεν είχε καταφέρει να κάνει gap year, αλλά gap 9 months. Για μερικά βράδια είχε άστατο ύπνο. Ξυπνούσε και δεν ήξερε που βρισκόταν. Δυο – τρεις φορές σκέφτηκε τον Paco Simon. Τον έψαξε μάλιστα στο facebook. Δεν τον βρήκε. Ύστερα, έπιασε δουλειά και καινούριο σπίτι. Όλα αυτά ξεχάστηκαν. Ευτυχώς δεν ξανάρχισε το τσιγάρο.
2
Ο Paco Simon
Ξύπνησε στις τέσσερις και είκοσι το πρωί. Το ξυπνητήρι χτυπούσε από τις τέσσερις, αλλά ο Paco Simon δεν το άκουγε. Ευτυχώς είχε ετοιμάσει τα πράγματα του και είχε πληρώσει την Carla, την πολυλογού ξενοδόχο, από το βράδυ. Ίσα που θα προλάβαινε το λεωφορείο. Σηκώθηκε, ντύθηκε, φορτώθηκε τα μπαγκάζια του και στις τέσσερις και είκοσι οχτώ βγήκε στη λεωφόρο Gobernador να πάρει ταξί. Προς έκπληξη του, ένα ταξί περίμενε απ’ έξω. Άνοιξε την πόρτα του, μπήκε μέσα και είπε στον οδηγό πως πάει στο σταθμό των MARGA TAQSA. Αυτός απάντησε πως το ξέρει και ξεκίνησε. Ο Paco Simon σκέφτηκε πως είναι η τυχερή του μέρα και ο οδηγός πως ο πελάτης του δεν είχε ακόμη ξυπνήσει για τα καλά, μια και έδειχνε να μη θυμάται την κράτηση του.
Νυσταγμένος, χαιρέτησε από το τζάμι του λεωφορείου την επίσης νυσταγμένη ευτραφή πράκτορα. Αντί για χαμόγελα, αντάλλαξαν δυο χασμουρητά. Τον περίμενε ένα 20ωρο ταξίδι. Κανονικά θα μπορούσε στη διάρκεια του να κοιμηθεί, αλλά η δουλειά του συνεχιζόταν ταξιδεύοντας ή καλύτερα λάμβανε χώρα ταξιδεύοντας. Ήταν απεσταλμένος μιας ισπανικής εφημερίδας. Έπρεπε να γράψει ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στην Παταγονία. Αυτό σήμαινε, είκοσι γεμάτες μέρες αυστηρού προγραμματισμού και λίγου ύπνου, προκειμένου να προλάβει να δει όσα περισσότερα αξιοθέατα και όσες περισσότερες πόλεις ήταν εφικτό.
Κατέβηκε από το λεωφορείο για τον έλεγχο διαβατηρίων στα σύνορα Αργεντινής και Χιλής. Περιμένοντας στην ουρά για το τσεκ είδε στα αριστερά του μια πολύ αστεία εικόνα. Στα χιλιανά τσιγάρα δέσποζε η φωτογραφία μιας χαλασμένης οδοντοστοιχίας. Σκέφτηκε πως οι Χιλιανοί μάλλον έχουν black χιούμορ. Αγόρασε ένα πακέτο για ενθύμιο. Αυτός εξάλλου δεν κάπνιζε. Στο πλοίο, στα στενά του Μαγγελάνου, έφαγε ένα pancho. Ο καντινιέρης του είπε πως ήταν πολύ τυχερός. Του έδινε το τελευταίο. Είχε πολλή δουλειά σήμερα. Είχε πουλήσει περίπου τριακόσια panchos από το πρωί.
Φτάνοντας στο El Calafate, κατευθύνθηκε γρήγορα στο hostel «Marco polo». Εκεί ένας πολύ εξυπηρετικός υπάλληλος τον ενημέρωσε για διάφορα προγράμματα τουρισμού, που περιλάμβαναν περιηγήσεις στην εξοχή, καθώς και διάφορα extreme sports. Γι’ αυτά εξάλλου ήταν διάσημο το El Calafate. Είχε να διαλέξει ανάμεσα σε ξεναγήσεις σε ράντζα, ιππασία και σπορ στον πάγο. Προτίμησε ένα πρόγραμμα ice trekking και ζήτησε μια κράτηση για το επόμενο πρωί. Ο υπάλληλος του είπε πως ήταν πολύ τυχερός, μια και ήταν η τελευταία θέση.
Ικανοποιημένος που είχε κανονίσει την επόμενη μέρα του, πήγε στο δωμάτιο του για ύπνο. Δυστυχώς δεν είχε μονόκλινο για το πρώτο βράδυ. Θα έμενε λοιπόν για μια νύχτα, με κάποιον άλλο και μετά θα μετακόμιζε. Προτιμούσε τα μονόκλινα, μια και όντας σε δουλειά και όχι σε ταξίδι αναψυχής, ήθελε να ηρεμεί και να μην αναστατώνεται από τα διαφορετικά ωράρια των άλλων. Για ένα βράδυ όμως, θα το υπέμενε. Κοιμήθηκε πολύ βαριά. Ούτε που κατάλαβε αυτόν τον άλλον ένα συγκάτοικο του. Ούτε καν διέκρινε αν ήταν άντρας ή γυναίκα. Ξύπνησε μόνο για μια στιγμή, όταν ο υπάλληλος του hostel μπήκε στο δωμάτιο για να τον ενημερώσει, πως η αναχώρηση για τον παγετώνα θα καθυστερούσε για τρεις ώρες λόγω δυνατού ανέμου. Ξανακοιμήθηκε κι όταν σηκώθηκε πήρε τα πράγματα του και μετακόμισε στο μονόκλινο, που στο μεταξύ είχε ελευθερωθεί.
Το ice trekking τον εντυπωσίασε. Άδειασε το μυαλό του με όλο αυτό το απέραντο άσπρο. Το βράδυ έκατσε στη ρεσεψιόν και έγραψε λίγο στον υπολογιστή. Έπρεπε γυρνώντας να έχει έτοιμο το κείμενο του. Σύστησε ανεπιφύλακτα στους αναγνώστες του το «περπάτημα» στην κορυφή του παγετώνα Perito Moreno.
Αφού έγραψε δυο σελίδες, πήγε για ύπνο, μια και σκόπευε την επομένη να φύγει για Bariloche. Τον περίμενε ένα ταξίδι τριάντα εφτά ωρών στο χωματόδρομο και την σκόνη. Θα ακολουθούσε τον RUTA 40, τον θρυλικό δρόμο που είχε διανύσει κάποτε ο Τσε Γκεβάρα. Αυτή η διαδρομή είχε γίνει τελευταία πολύ δημοφιλής, λόγω της ταινίας «Ημερολόγια μοτοσικλέτας», που αφορούσε τον Τσε. Είχε ακούσει γι’ αυτήν, αλλά δεν την είχε δει.
Αφού έγραψε δυο σελίδες, πήγε για ύπνο, μια και σκόπευε την επομένη να φύγει για Bariloche. Τον περίμενε ένα ταξίδι τριάντα εφτά ωρών στο χωματόδρομο και την σκόνη. Θα ακολουθούσε τον RUTA 40, τον θρυλικό δρόμο που είχε διανύσει κάποτε ο Τσε Γκεβάρα. Αυτή η διαδρομή είχε γίνει τελευταία πολύ δημοφιλής, λόγω της ταινίας «Ημερολόγια μοτοσικλέτας», που αφορούσε τον Τσε. Είχε ακούσει γι’ αυτήν, αλλά δεν την είχε δει.
Κοιμήθηκε λοιπόν νωρίς και το πρωί έκανε μια βόλτα στην πόλη και πήγε στο σταθμό να βγάλει εισιτήριο. Ο υπάλληλος του είπε πως ήταν τυχερός. Έπαιρνε το τελευταίο εισιτήριο και το επόμενο λεωφορείο ήταν σε δυο μέρες. Αναλογίστηκε πως εδώ και κάποιες μέρες έπαιρνε πάντα κάτι τελευταίο. Ένα τελευταίο pancho, μια τελευταία θέση στο ice trekking, ένα τελευταίο εισιτήριο. Κάποιος θα έπρεπε να είχε χάσει την τύχη του και να την είχε βρει αυτός. Καλοδεχούμενη σκέφτηκε και κατευθύνθηκε προς το hostel. Του απέμεναν άλλες πέντε ώρες, μέχρι την αναχώρηση του και αποφάσισε να τις περάσει κοιμώμενος. Κατά διαβολική σύμπτωση για δεύτερη φορά σε τρεις μέρες, δεν άκουσε το ξυπνητήρι να χτυπάει. Ξύπνησε την ώρα που αναχωρούσε το λεωφορείο. Αυτή τη φορά δεν το πρόλαβε, αλλά μια και διένυε περίοδο τύχης, ο οδηγός επέστρεψε για να τον παραλάβει κι ας είχε ξεκινήσει ήδη είκοσι λεπτά.
Στη διαδρομή δεν κοιμήθηκε ούτε λεπτό. Άκουσε από τα ηχεία του λεωφορείου το νέο cd των MANA, του αγαπημένου του συγκροτήματος από το Πόρτο Ρίκο και σιγοτραγούδησε το «Mariposa traicionera». Χάζεψε και λίγο το dvd με τη συναυλία τους στην αργεντίνικη πρωτεύουσα. Έτρωγε panchos, όπου έκαναν στάση και κρατούσε σημειώσεις για τις πόλεις και τα χωριά που διέσχιζαν. Πιο πολύ εντύπωση του έκανε το El Chaltén. Κάτι τον τράβηξε να κατέβει εκεί, αλλά είχε προγραμματισμένο αεροπορικό εισιτήριο από Bariloche για Buenos Aires και από εκεί για Μαδρίτη, σε δυο μέρες.
Στο Bariloche έφαγε πολύ σοκολάτα και έκανε ένα τουρ στις λίμνες.
Ο χρόνος κύλησε γρήγορα και ήρθε η ώρα της αναχώρησης του. Το αφιέρωμα του στην Παταγονία είχε μεγάλη επιτυχία. Πολύ γρήγορα, η εφημερίδα του ανέθεσε μια νέα αποστολή. Ένα ταξίδι με τον υπερσιβηρικό.
Ο χρόνος κύλησε γρήγορα και ήρθε η ώρα της αναχώρησης του. Το αφιέρωμα του στην Παταγονία είχε μεγάλη επιτυχία. Πολύ γρήγορα, η εφημερίδα του ανέθεσε μια νέα αποστολή. Ένα ταξίδι με τον υπερσιβηρικό.
3
A.P.S
Το καλοκαίρι μετά την επιστροφή της από Λατινική Αμερική, η Άννα πήγε για λίγες μέρες στη γενέτειρα της, την Καρδίτσα. Όπως κάθε φορά, έτσι και αυτή τη φορά, βαριόταν τη ζωή της και περνούσε την ώρα της κάνοντας διάφορες επισκέψεις υποχρέωσης. Σε θείους, ξαδέλφια, νονούς, παλιούς συμμαθητές. Το βράδυ του Δεκαπενταύγουστου όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι μαζεύτηκαν σ΄ ένα κοντινό χωριό, το Χαλαμπρέζι, που ονομαζόταν και Κέδρος, να γιορτάσουν την Παναγία. Η Άννα, μη έχοντας και κάτι άλλο για να ασχοληθεί, είχε πέσει με τα μούτρα στο κρέας. Χοιρινές, μοσχαρίσιες, παϊδάκια, όλα στη λαδόκολλα. Κάποιοι χόρευαν, αλλά αυτή συνέχιζε να τρώει. Εξάλλου δεν είχε και κάποιο προσωπικό ενδιαφέρον στη γύρω της ακτίνα, για να πεις πως θα έπρεπε να είναι πιο διακριτική με τις μπριζόλες. Ήταν μπουκωμένη όταν είδε σε πολλή κοντινή της απόσταση τον Paco Simon να παρακολουθεί τη γιορτή, πίνοντας ρετσίνα. Είχαν περάσει οχτώ μήνες από την συνάντηση τους κι όμως η παρουσία του της δημιούργησε μια ανατριχίλα. Δεν πίστευε στα μάτια της, τι μπορεί να γύρευε στο Χαλαμπρέζι; Κατάπιε, ήπιε δυο ποτήρια κρασί μονορούφι και τον πλησίασε.
Ο Paco Simon ξαφνιάστηκε όταν είδε μια άγνωστη του να τον πλησιάζει με φόρα. Αυτή η άγνωστη άρχισε να του μιλάει στα αγγλικά και να του εξιστορεί διάφορες λεπτομέρειες από το οχτώ μήνες πριν ταξίδι του στην Παταγονία. Πως διασχίζοντας τα στενά του Μαγγελάνου, είχε φάει pancho με κέτσαπ. Πως στο El Calafate είχε μείνει στο hostel «Marco polo», όπου είχε αλλάξει τη δεύτερη μέρα δωμάτιο και είχε κάνει ice trekking. Πως στο δρόμο για Bariloche το λεωφορείο είχε γυρίσει πίσω να τον πάρει. Τρόμαξε. Τι ρώτησε πως τα ήξερε όλα αυτά. Η κοπέλα απάντησε πως είχε λιμπιστεί το pancho του, που όμως ήταν το τελευταίο και γι’ αυτό δεν κατάφερε να φάει κι αυτή. Πως είχαν μοιραστεί το δωμάτιο το πρώτο βράδυ στο «Marco polo». Πως ήθελε κι αυτή να κάνει ice trekking, αλλά δεν είχε άλλες θέσεις. Και πως ύστερα έχασε τα ίχνη του, μια και δεν είχε βρει εισιτήριο για Bariloche κι έτσι κατέβηκε στο El Chaltén. Τότε, ο Paco Simon, όλο συμπόνια για το χαμό που είχε δημιουργήσει της ζήτησε συγνώμη. Αυτός είχε φάει το τελευταίο pancho. Είχε κλείσει την τελευταία θέση για το «περπάτημα» στον πάγο και είχε πάρει το τελευταίο εισιτήριο για Bariloche. Επίσης, της ζήτησε συγνώμη που δεν την είχε προσέξει στη διάρκεια του κοινού ταξιδιού τους. Η Άννα ρώτησε τον Paco Simon τι έκανε στην Καρδίτσα. Αυτός της είπε πως το ίδιο που έκανε και στην Παταγονία. Είχε αναλάβει για λογαριασμό μιας ισπανικής εφημερίδας ένα αφιέρωμα για τις πόλεις και τα χωριά της Θεσσαλίας. Η Άννα του πρότεινε να τον ξεναγήσει. Αυτός δέχτηκε.
Το ίδιο βράδυ έκαναν έρωτα στη λίμνη Πλαστήρα.
Μετά από δυο μήνες παντρεύτηκαν σ’ ένα αργεντίνικο χωριό, κοντά στα σύνορα με την Χιλή. Το γαμήλιο γλέντι έγινε εν πλω στα στενά του Μαγγελάνου, ενώ τα διέσχιζαν με το πλοίο – παντόφλα, πάνω – κάτω όλο το βράδυ. Εκτός από panchos, το μενού περιείχε αργεντίνικες μπριζόλες και παϊδάκια από αγελάδες και πρόβατα, που μεγάλωναν στο ράντζο που είχε επισκεφτεί η Άννα στο El Calafate.
Οι μπομπονιέρες έγραφαν τα αρχικά τους, που είχαν όμως ακόμη μια σημασία. A.P.S., δηλαδή Anna Paco Simon, αλλά και Amor Para Siempre, Αγάπη Για Πάντα. Το πρώτο τραγούδι που χόρεψαν οι νεόνυμφοι, ήταν των MANA, το «Mariposa traicionera». Γαμήλιο ταξίδι πήγαν στο El Chaltén, μια και κανείς τους δεν το είχε δει. Μετά από ένα μήνα, εγκαταστάθηκαν για πάντα στη Βαρκελώνη, όπου ο Paco Simon συνέχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα και να γράφει αφιερώματα για διάφορα μέρη του κόσμου. Η Άννα τον ακολουθούσε. Έβγαζε φωτογραφίες, που συνόδευαν τα γραπτά του Paco Simon. Το πρώτο τους ταξίδι ήταν στην Αμερική. Coast to coast.
Μετά από δυο μήνες παντρεύτηκαν σ’ ένα αργεντίνικο χωριό, κοντά στα σύνορα με την Χιλή. Το γαμήλιο γλέντι έγινε εν πλω στα στενά του Μαγγελάνου, ενώ τα διέσχιζαν με το πλοίο – παντόφλα, πάνω – κάτω όλο το βράδυ. Εκτός από panchos, το μενού περιείχε αργεντίνικες μπριζόλες και παϊδάκια από αγελάδες και πρόβατα, που μεγάλωναν στο ράντζο που είχε επισκεφτεί η Άννα στο El Calafate.
Οι μπομπονιέρες έγραφαν τα αρχικά τους, που είχαν όμως ακόμη μια σημασία. A.P.S., δηλαδή Anna Paco Simon, αλλά και Amor Para Siempre, Αγάπη Για Πάντα. Το πρώτο τραγούδι που χόρεψαν οι νεόνυμφοι, ήταν των MANA, το «Mariposa traicionera». Γαμήλιο ταξίδι πήγαν στο El Chaltén, μια και κανείς τους δεν το είχε δει. Μετά από ένα μήνα, εγκαταστάθηκαν για πάντα στη Βαρκελώνη, όπου ο Paco Simon συνέχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα και να γράφει αφιερώματα για διάφορα μέρη του κόσμου. Η Άννα τον ακολουθούσε. Έβγαζε φωτογραφίες, που συνόδευαν τα γραπτά του Paco Simon. Το πρώτο τους ταξίδι ήταν στην Αμερική. Coast to coast.
Αν κάποιος επισκεφτεί το σπίτι τους, θα δει στο σαλόνι μια προθήκη με κάποια ενθύμια της διπλής γνωριμίας τους. Το χιλιανό πακέτο τσιγάρων, που είχε αγοράσει ο Paco Simon, με τη φωτογραφία της χαλασμένης οδοντοστοιχίας, τα αποκόμματα των εισιτηρίων του πρακτορείου MARGA TAQSA, λίγο μαλλί από το πρόβατο που είχε κουρέψει ο gaucho και ένα κομμάτι λαδόκολλα από το γλέντι του Δεκαπενταύγουστου στο Χαλαμπρέζι. Τέλος, η Άννα δεν έμαθε ποτέ πως ο Paco Simon της είχε «κλέψει» το ταξί στην Ushuaia και δεν ξανάρχισε ποτέ το τσιγάρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου