Κείτομαι στο εκατοστό τρίτο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αθηνών-Λίμας. Έχω πεθάνει εδώ και δύο λεπτά και είκοσι έξι δεύτερα. Η ματιά μου έχει καρφωθεί στα βαμμένα μελιτζανιά νύχια των ποδιών μου. Η κοιλιά μου έχει ξεράσει το μείγμα λευκής και μαύρης σοκολάτας, που πήρα από την καντίνα του βενζινάδικου δέκα λεπτά πριν. Επίσης, ο χυμός καρπούζι που με το ζόρι με πότισε η μαμά μου, τώρα έχει βάψει καρπουζί τις άσπρες ρίγες της ασφάλτου. Δίπλα μου κείτεται μια λευκή και μαύρη γάτα, όμοια με το μείγμα της κοιλιάς μου. Το τζιν μου έχει ξεσκιστεί. Ευτυχώς όμως, φέτος είναι της μόδας τα ξεσκισμένα τζιν κι έτσι δε θα πάει χαμένο. Οι σαγιονάρες μου έχουν πετάξει μακριά. Η μία έχει καρφωθεί στο συρματόπλεγμα που χωρίζει την εθνική οδό από το εκτροφείο γαϊδουριών και η άλλη έχει βουτήξει στο ντεκολτέ της κοπέλας των διοδίων. Έτσι, φαντάζομαι τη μεν πρώτη σαγιονάρα να καταλήγει στραπατσαρισμένη καβαλίνα σε κάποιο νησιώτικο καλντερίμι και τη δεύτερη, ερωτικό φετίχ της κοπέλας των διοδίων και του ψαρά της γειτονιάς της. Πραγματικά, δεν ξέρω ποια στάθηκε πιο τυχερή.
Το κινητό μου χτυπάει. Θα είναι η μαμά να μου θυμίσει να πάρω το κοκτέιλ με τις βιταμίνες μου. «Εντάξει μαμά, θα το πάρω. Κι εσύ όμως μην ξεχάσεις να βγάλεις το βράδυ βόλτα την Ντόρις. Διαφορετικά θα κατουρήσει όλα τα φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισα του μπαμπά».
Μια γυναίκα με μια μικροσκοπική κάμερα στο χέρι κατεβαίνει από ένα ελικόπτερο. Με πλησιάζει. Η ματιά μου καρφώνεται στα βαμμένα μελιτζανιά νύχια των ποδιών της. Αρχίζει να βιντεοσκοπεί το ψυχορράγημα μου. Της κάνω νοήματα, προσπαθώντας να της δείξω τις πληγές μου, αλλά μάλλον δε με βλέπει. Κρατάει μια μεγάλη βελόνα πλεξίματος. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, που μας έπλεκε κόκκινα πουλόβερ. Με τη βελόνα τρυπάει τις ρώγες μου. Όσος χυμός καρπούζι έχει μείνει μέσα μου, βρίσκει την ευκαιρία να δραπετεύσει. Το μπλουζάκι μου γίνεται διαδοχικά από άσπρο, ριγέ άσπρο - καρπουζί και τέλος σκέτο καρπουζί. Η κοπέλα σκύβει και γλύφει λίγο χυμό. Δείχνει διψασμένη. Είναι η σειρά των ματιών μου. Η βελόνα τρυπά τους αμφιβληστροειδείς μου. Χάνω μια για πάντα τα μελιτζανιά μου νύχια και τα μελιτζανιά της νύχια. Τα μάτια μου περασμένα στη βελόνα μοιάζουν με δύο μεγάλα χοιρινά κομμάτια κρέατος, που περιμένουν μερικά ακόμη, για να σχηματίσουν ένα λαχταριστό σουβλάκι. Προς στιγμήν, νομίζω πως η κοπέλα θα ανοίξει το στόμα της και θα τα φάει. Αντί γι’ αυτό όμως, με μια νευρική κίνηση τα εκσφενδονίζει μακριά. Το ένα μου μάτι καρφώνεται σε μια δορυφορική κεραία και το άλλο βουτάει σε μια παιδική πλαστική πισίνα. Έτσι, το μεν πρώτο καταλήγει να παρακολουθεί αραβικά σήριαλ μεταγλωττισμένα στα πορτογαλικά και το δεύτερο μπαίνει στο συρτάρι, παρέα με τις υπόλοιπες μπίλιες της συλλογής του νεαρού Κωστάκη. Για μια ακόμη φορά, δεν ξέρω ποιο είναι το πιο τυχερό.
Μια γυναίκα με μια μικροσκοπική κάμερα στο χέρι κατεβαίνει από ένα ελικόπτερο. Με πλησιάζει. Η ματιά μου καρφώνεται στα βαμμένα μελιτζανιά νύχια των ποδιών της. Αρχίζει να βιντεοσκοπεί το ψυχορράγημα μου. Της κάνω νοήματα, προσπαθώντας να της δείξω τις πληγές μου, αλλά μάλλον δε με βλέπει. Κρατάει μια μεγάλη βελόνα πλεξίματος. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, που μας έπλεκε κόκκινα πουλόβερ. Με τη βελόνα τρυπάει τις ρώγες μου. Όσος χυμός καρπούζι έχει μείνει μέσα μου, βρίσκει την ευκαιρία να δραπετεύσει. Το μπλουζάκι μου γίνεται διαδοχικά από άσπρο, ριγέ άσπρο - καρπουζί και τέλος σκέτο καρπουζί. Η κοπέλα σκύβει και γλύφει λίγο χυμό. Δείχνει διψασμένη. Είναι η σειρά των ματιών μου. Η βελόνα τρυπά τους αμφιβληστροειδείς μου. Χάνω μια για πάντα τα μελιτζανιά μου νύχια και τα μελιτζανιά της νύχια. Τα μάτια μου περασμένα στη βελόνα μοιάζουν με δύο μεγάλα χοιρινά κομμάτια κρέατος, που περιμένουν μερικά ακόμη, για να σχηματίσουν ένα λαχταριστό σουβλάκι. Προς στιγμήν, νομίζω πως η κοπέλα θα ανοίξει το στόμα της και θα τα φάει. Αντί γι’ αυτό όμως, με μια νευρική κίνηση τα εκσφενδονίζει μακριά. Το ένα μου μάτι καρφώνεται σε μια δορυφορική κεραία και το άλλο βουτάει σε μια παιδική πλαστική πισίνα. Έτσι, το μεν πρώτο καταλήγει να παρακολουθεί αραβικά σήριαλ μεταγλωττισμένα στα πορτογαλικά και το δεύτερο μπαίνει στο συρτάρι, παρέα με τις υπόλοιπες μπίλιες της συλλογής του νεαρού Κωστάκη. Για μια ακόμη φορά, δεν ξέρω ποιο είναι το πιο τυχερό.
Χωρίς σαγιονάρες και χωρίς μάτια, μ’ ένα ξεσκισμένο τζιν και δύο ρώγες που καρπουζοραγούν, κείτομαι ακόμη στην άσφαλτο. Η κοπέλα με την κάμερα στο χέρι εξακολουθεί να καταγράφει το ψυχορράγημα μου. Με γυρίζει μπρούμυτα και σηκώνει το μπλουζάκι μου, αποκαλύπτοντας τη γυμνή πλάτη με το τατουάζ του οδικού χάρτη της περιοχής. Με τη βελόνα χαράζει την πορεία. Ξεκινάει από τη δεξιά μου ωμοπλάτη και καταλήγει στην ουρά μου. Σκύβει και με φιλάει στο ακριβές χιλιομετρικό σημείο που βρισκόμαστε, αφήνοντας το αποτύπωμα ενός κόκκινου κύκλου, που μέσα γράφει: «Usted está aquí».
Σηκώνεται, με το δεξί της χέρι πιάνει το αριστερό μου χέρι κι αρχίζει να με σέρνει στο άγριο οδόστρωμα. Με το αριστερό της χέρι κρατάει συνεχώς την κάμερα. Τα μελιτζανιά μου νύχια στην επαφή τους με τη γκρίζα άσφαλτο αρχίζουν να ξεφλουδίζουν. Σε λίγο τίποτα δεν έχει απομείνει που να θυμίζει το αρχικό τους χρώμα. Το ξεσκισμένο μου τζιν γίνεται ακόμη πιο ξεσκισμένο και το καρπουζί μπλουζάκι μοιάζει να έχει μόλις πλυθεί στους 180 βαθμούς Κελσίου παρέα με τα μαύρα μου σατέν σεντόνια. Μαύρα πετραδάκια μπαίνουν στο κορμί μου απ’ όλους τους ανοιχτούς μου πόρους. Την κοιλιά, τις ρόγες, τα ρουθούνια, τα μάτια…
Σηκώνεται, με το δεξί της χέρι πιάνει το αριστερό μου χέρι κι αρχίζει να με σέρνει στο άγριο οδόστρωμα. Με το αριστερό της χέρι κρατάει συνεχώς την κάμερα. Τα μελιτζανιά μου νύχια στην επαφή τους με τη γκρίζα άσφαλτο αρχίζουν να ξεφλουδίζουν. Σε λίγο τίποτα δεν έχει απομείνει που να θυμίζει το αρχικό τους χρώμα. Το ξεσκισμένο μου τζιν γίνεται ακόμη πιο ξεσκισμένο και το καρπουζί μπλουζάκι μοιάζει να έχει μόλις πλυθεί στους 180 βαθμούς Κελσίου παρέα με τα μαύρα μου σατέν σεντόνια. Μαύρα πετραδάκια μπαίνουν στο κορμί μου απ’ όλους τους ανοιχτούς μου πόρους. Την κοιλιά, τις ρόγες, τα ρουθούνια, τα μάτια…
Κάποια στιγμή, η κοπέλα μ’ αφήνει. Με γυρίζει ανάσκελα. Βιντεοσκοπεί το ξεγυμνωμένο μου σώμα, το κυτταριτιδιασμένο μου πρόσωπο, τα ξεφλουδισμένα νύχια, τις τρύπιες ρώγες, την άδεια κοιλιά, την έλλειψη βλέμματος. Πλησιάζει σε ότι ως τώρα έχει μείνει ανέπαφο. Τα μαλλιά. Βγάζει ένα ξυράφι από την τσέπη της. Τα ξυρίζει από τη ρίζα. Μαζεύει τις τρίχες μία-μία, τις κάνει ένα ματσάκι και το χώνει στο λαρύγγι μου. Σιωπή. Κάνει ένα τελευταίο zoom in στο κενό των ματιών μου, μαντεύοντας πως είναι το πλάνο-κλειδί.
Η κοπέλα μ’ αφήνει για πρώτη φορά μόνη, στέκεται σ’ ένα πεζούλι, γυρίζει την κασέτα πίσω και βλέπει όλο το υλικό από την αρχή. Δείχνει ικανοποιημένη. Το beep της χτυπάει, πρέπει να φύγει, σε κάποιο άλλο σημείο της περιφέρειας την καλούν. Με πλησιάζει ξανά, μου κλείνει το στόμα, παίρνει για souvenir το καρπουζί μπλουζάκι.
Μπαίνει στο ελικόπτερο, φεύγει.
Το κινητό μου χτυπάει. Θα είναι η μαμά να με ρωτήσει που είμαι. «Μαμά, είμαι στη Λίμα», «Κιόλας; Με κοροϊδεύεις», «Όχι, μαμά αλήθεια σου λέω. Αν δε με πιστεύεις άνοιξε την τηλεόραση στο Lima TV, στις οκτώμισι τοπική ώρα. Α, μαμά κι αν δεις τυχαία ένα κορίτσι με μελιτζανιά τα νύχια των ποδιών, πες του πως θα το περιμένω στην πλατεία».
Uncanny...Δεν έχω άλλες λέξεις. Εντυπωσιάστηκα. Θα ακολουθήσω και τα άλλα.
ΑπάντησηΔιαγραφή