Δευτέρα σήμερα κι ο Κωστής έπιανε δουλειά στις έξι. Ξύπνησε άκεφος, δεν είχε κοιμηθεί καλά το βράδυ. Ξενύχτησε με την Ελένη. Και μετά στριφογύριζε μία ώρα στο κρεβάτι του. Σκεφτόταν τα λόγια της. «Κωστή, θέλω γάμο. Με πιέζουν από το σπίτι… Τέσσερα χρόνια τραβιόμαστε. Μέχρι το τέλος του άλλου μήνα πρέπει να έχουμε αρραβωνιαστεί. Μεγαλώνω πια. Θέλω παιδιά».
Είχαν σφηνώσει στο μυαλό του κάποιες λέξεις: γάμος, παιδιά, αρραβώνας, σπίτι, δαχτυλίδι, δαχτυλίδι, αρραβώνας, σπίτι, γάμος, παιδιά… Πήγε νυσταγμένος στη δουλειά. Δεν έβλεπε μπροστά του. Και τους περίμενε πολύ δουλειά. Δύο πολυκατοικίες στο κέντρο και τρεις μονοκατοικίες στα νότια. Κι έπρεπε να τα βγάλει πέρα όλα μόνος του. Το αφεντικό είχε πια γεράσει κι ο Σταύρος είχε πάρει άδεια. Κι αυτός είχε πια βαρεθεί. Οχτώ χρόνια στη δουλειά. Βόθροι, αποχετεύσεις, μυοκτονίες, πλημμύρες, ξεβουλώματα… Κι η ταμπέλα. Βοθρατζής. Ήθελε να αλλάξει δουλειά. Είχε βαρεθεί να καλημερίζει τα σκατά. Κέρδιζε πολλά όμως. Από την άλλη, δεν ήθελε τα παιδιά του να είναι τα παιδιά του βοθρατζή. Ένας λόγος που καθυστερούσε το γάμο ήταν κι αυτός. Γιατί την αγαπούσε την Ελένη. Δεν ήταν πως δεν την αγαπούσε ή πως δεν ήθελε να την παντρευτεί.
Ήπιε δύο καφέδες. Ήταν κάπως καλύτερα. Ξεκίνησαν από το κέντρο. Από τις πολυκατοικίες. Η μία είχε λίγα διαμερίσματα, τα περισσότερα γραφεία. Ξεμπέρδεψαν γρήγορα. Η άλλη είχε περισσότερα. Δεν άργησαν όμως πολύ. Τώρα άρχιζαν τα δύσκολα. Τρεις μονοκατοικίες στα νότια. Την πατήσαμε. Οι νότιοι είναι πραγματικά βρομιάρηδες. Ο βρόμικος θαλασσινός αέρας που εισπνέουν, φαίνεται πως τους έχει επηρεάσει. Πετάνε στη λεκάνη τους ότι βρουν μπροστά τους. Και τι δεν έβρισκε κάθε φορά που κινούσαν προς τα εκεί. Οι σερβιέτες, τα ταμπόν και τα προφυλακτικά δεν του έκαναν πλέον εντύπωση. Ξυραφάκια, τσιμπιδάκια των φρυδιών, σκισμένα βρακιά. Λες και δεν είχαν σκουπίδια. Μέχρι κι ένα παπούτσι βρήκε μία φορά. Ξώφτερνο. Να κολυμπάει ψάχνοντας το περίττωμα που θα του εφαρμόσει καλύτερα.
Είχε ξεχαστεί λίγο με τη δουλειά. Κάπου-κάπου βέβαια επανερχόταν στο μυαλό του το πεντάπτυχο: δαχτυλίδι, αρραβώνας, σπίτι, γάμος, παιδιά. Έπρεπε να αποφασίσει γρήγορα. Δεν ήθελε να χάσει την Ελένη. Τη μία φανταζόταν τον εαυτό του σε βιτρίνες κοσμηματοπωλείων να ψάχνει για το πιο γυαλιστερό, το πιο εντυπωσιακό δαχτυλίδι και την άλλη έστηνε στο μυαλό του, το διάλογο τους, όταν θα της ανακοίνωνε την απόφαση του να χωρίσουν.
Κατά τις έντεκα έφτασαν στην πρώτη μονοκατοικία. Είχε ξαναδουλέψει εκεί πολλές φορές. Τακτικοί πελάτες. Και πως να μην ήταν άλλωστε αφού άνοιγαν το καπάκι της τουαλέτας για να ξεφορτωθούν οτιδήποτε θα αποκάλυπτε την ενοχή τους, την αδυναμία τους, τις τύψεις τους. Την τελευταία φορά είχε βρει εφτά ψεύτικα κόκκινα νύχια. Που να είχαν πάει τα άλλα τρία;
Ξεκίνησε δουλειά. Την προσοχή του, του τράβηξε μια κατεστραμμένη κασέτα. Τι να έκρυβε άραγε η μασημένη ταινία της; Μία ερωτική εξομολόγηση, τα τελευταία λόγια ενός υποψήφιου αυτόχειρα ή απλώς τις λαϊκές επιτυχίες του 1989; Ποτέ δε θα μάθαινε. Ήταν εντελώς κατεστραμμένη. Και μετά ένα από τα νύχια της προηγούμενης φοράς. Πως του άρεσε αυτή η ιστορία σε συνέχειες. Τι να έκρυβαν από κάτω αυτά τα τόσο καλοβαμμένα και καλολιμαρισμένα νύχια; Ίσως δέκα εφηβικά νυχάκια που θέλουν να μεγαλώσουν πρόωρα. Ίσως πάλι δέκα κουρασμένα αντρικά νύχια που βαρέθηκαν και αποφάσισαν να αλλάξουνε φύλλο. Ή πιο απλά δέκα νυχάκια που πάσχουν από έλλειψη ασβεστίου. Και που να ήταν τα άλλα δύο; Ίσως την επόμενη φορά να τα πετύχει μπροστά του. Σκέφτηκε την Ελένη με ψεύτικα νύχια. Όχι, δε θα του άρεσε. Καλύτερα μ’ αυτά που έχει. Κι ας τρώει και καμιά παρανυχίδα. Γέλασε. Για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα.
Στο δεύτερο σπίτι, η ψαριά δεν ήταν καλή. Μόνο τα γνωστά: χαρτιά, σερβιέτες, προφυλακτικά. Είχε λοιπόν όλο τον καιρό, όσο δούλευε, να σκεφτεί για την Ελένη, το δαχτυλίδι, τον αρραβώνα, το σπίτι, το γάμο, τα παιδιά. Ένα δαχτυλίδι στα μακριά, δίχως ψεύτικα νύχια, δάχτυλα της. Έναν αρραβώνα στο κλαρωτό σαλόνι του πατρικού του. Ένα σπίτι με καθαρό βόθρο στο κέντρο. Έναν γάμο με κουμπάρο το Σταύρο. Δύο παιδιά που θα αγαπάνε τον μπαμπά τους, κι ας είναι βοθρατζής. Ή καλύτερα, το δαχτυλίδι να μείνει στη βιτρίνα, το κλαρωτό σαλόνι να σκεπαστεί με το από νάιλον κάλυμμα του, για να μη σκονίζονται οι κλάρες, το σπίτι να ανακοινώνεται κάθε Τετάρτη στα «Ενοικιάζεται», ο γάμος να είναι με το Σταύρο γαμπρό κι όχι κουμπάρο και τα παιδιά να αγαπάνε το μπαμπά τους, δηλαδή τον κύριο του διπλανού διαμερίσματος.
Ένιωσε πως δεν βγαίνει άκρη. Όταν τράβαγε την τρίτη σερβιέτα, αποφάσισε να μην την παντρευτεί. Όταν τράβαγε το έβδομο προφυλακτικό, αποφάσισε να την παντρευτεί. Σκέφτηκε να μαδήσει μία μαργαρίτα. Ή μήπως να το παίξει ως εξής: περισσότερες σερβιέτες δεν την παντρεύομαι, περισσότερα προφυλακτικά την παντρεύομαι; Όχι, δεν βγαίνει άκρη έτσι.
Είχε φτάσει ήδη στο τρίτο σπίτι. Δεν είχε ξαναδουλέψει εκεί. Δεν είχε επομένως ιδέα του τι θα συναντούσε. Γράμματα που ποτέ δε στάλθηκαν, ξυραφάκια που απελευθέρωσαν δεκάδες μασχάλες και δεκάδες ζευγάρια γάμπες, τα απομεινάρια του χθεσινού παιδικού πάρτι, τις ψεύτικες βλεφαρίδες της μαγείρισσας και ποιος ξέρει τι άλλο.
Ξεκίνησε δουλειά περισσότερο κουρασμένος από ποτέ. Δεν άντεχε άλλο. Νόμιζε πως θα μείνει για πάντα εκεί μέσα, θα ξυρίσει τις γάμπες του και θα βάλει ψεύτικες βλεφαρίδες. Έτσι, δε θα χρειαζόταν να πάρει και καμία σοβαρή απόφαση για τη ζωή του. Ούτε δαχτυλίδι, ούτε αρραβώνας, ούτε σπίτι, ούτε γάμος, ούτε παιδιά.
Κι ενώ σκεφτόταν όλα αυτά, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στον καθαρότερο βόθρο που είχε ποτέ βρεθεί. Ούτε ξυραφάκια, ούτε βλεφαρίδες, ούτε πλαστικά ποτηράκια, ούτε ψεύτικα νύχια, ούτε μουλιασμένα γράμματα, ούτε μασημένες κασέτες. Ούτε καν προφυλακτικά, σερβιέτες και χαρτιά. Τι ήθελε αυτός εκεί μέσα; Γιατί τον κάλεσαν; Ένιωσε άχρηστος. Σ’ αυτό το σπίτι ήταν άχρηστος. Κοίταξε από ’δω, κοίταξε από ’κει. Τίποτα. Ήταν έτοιμος να βγει, όταν κάτι του φάνηκε να γυαλίζει στον πάτο. Ίσως ένα ψαλίδι, μία λάμα, ένα χαλασμένο φερμουάρ. Πλησίασε. Δεν πίστευε στα μάτια του. Ένα χρυσό δαχτυλίδι μ’ ένα αληθινό μπριγιάν. Το έκλεισε στη χούφτα του. Το φόρεσε στο μικρό δάχτυλο του δεξιού του χεριού. Μόνο εκεί του χώραγε. Και μετά στο αριστερό του χέρι.
Σ’ ένα μήνα παντρεύτηκε την Ελένη. Το σπίτι τους έχει τον πιο καθαρό βόθρο της πόλης και τα παιδιά τους αγαπάνε τον μπαμπά τους κι ας είναι βοθρατζής. Η μόνη του αγωνία τώρα πια, είναι τι θα αντικρίσει στην επόμενη έφοδο του στους βόθρους των παραθαλάσσιων προαστίων. Και κάθε φορά που αντικρίζει τα ψεύτικα νύχια της Ελένης να παίζουν με το μπριγιάν του χρυσού δαχτυλιδιού των αρραβώνων τους, αναρωτιέται τι να απέγιναν εκείνα τα δύο ψεύτικα κόκκινα νύχια, που ακόμη δεν βρήκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου