Η κηδεία ήταν στις 16:00. Στο πρώτο. Στις 14:00, η Τσαμπίκα Τσακοπιάκου ήταν ακόμη στο κρεβάτι. Στις 15:00, είχε κάνει μπάνιο, είχε φορέσει το καινούριο της τζιν, ένα στενό μαύρο πουκάμισο και έκλεινε το φερμουάρ από τις ψηλοτάκουνες μπότες της. Σκέφτηκε πως τζιν μάλλον δεν ταίριαζε σε κηδεία, αλλά εδώ και 4 χρόνια, δεν φορούσε παρά μόνο τζιν. Της έστρωναν καλά και τόνιζαν τα ψηλά πόδια της. Στις 15:15 ήταν ήδη σ’ ένα ταξί που την πήγαινε στο πρώτο. Στις 15:35 αγόραζε λουλούδια. Στις 15:40 χαιρέτησε τον πρώτο γνωστό. Στις 15:50 είχε χαιρετήσει τόσους πολλούς που δεν θυμόταν πια, ποιον είχε χαιρετήσει και ποιόν όχι.
Στην εκκλησία συγκινήθηκε, σχεδόν δάκρυσε. Στον Ηλία, στον εκλιπόντα δηλαδή, χρωστούσε ένα μεγάλο κομμάτι της καριέρας της. Είχαν περάσει 20 χρόνια από τότε που γνωρίστηκαν. Αυτός ήδη φτασμένος σκηνοθέτης κι αυτή νεαρή ηθοποιός με εμπειρία σε πειραματικούς θιάσους. Της την είχε πέσει με τη μια κι αυτή του είχε κάτσει με τη μία. Έγινε ερωμένη του και πρωταγωνίστρια στη νέα του τηλεοπτική σειρά. Ευτυχώς ο Ηλίας ήταν παντρεμένος κι έτσι δεν μπορούσαν να βλέπονται συχνά, γιατί το σεξ μαζί του ήταν τουλάχιστον βαρετό. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το βλέμμα της Αριάννας Καππαδόκη. Ήταν κι αυτό δακρυσμένο. Η Αριάννα ήταν 10 χρόνια νεότερη της, ηθοποιός κι αυτή. Την είχε αντικαταστήσει στις σειρές και μάλλον και στο κρεβάτι του Ηλία. Μετά, το βλέμμα της συνάντησε το βλέμμα της Ελένης Παναγιωτίδη. Δακρυσμένο κι αυτό. Η Ελένη ήταν 20 χρόνια νεότερη της, ηθοποιός κι αυτή. Με τη σειρά της, η Ελένη είχε αντικαταστήσει την Αριάννα στις σειρές και μάλλον και στο κρεβάτι του Ηλία. Κοιτάχτηκαν και οι τρεις. Και σαν συνεννοημένες κοίταξαν και οι τρεις την Καίτη. Την γυναίκα του Ηλία.
Στη διάρκεια της πομπής ως τον τάφο, η Τσαμπίκα σκεφτόταν τον Σεργκέι, τον νέο της φίλο, έναν τριαντάχρονο ηθοποιό από τη Λευκορωσία. Τον είχε γνωρίσει το προηγούμενο καλοκαίρι στην περιοδεία της “Αντιγόνης”. Αυτή, αν και πενηντάρα πια, έπαιζε τον ομώνυμο ρόλο κι αυτός ήταν στο χορό. Η Τσαμπίκα μαγεύτηκε από τα γραμμωμένα μπράτσα του κι ο Σεργκέι από την προοπτική που θα του έδινε μια σχέση με την καταξιωμένη τραγωδό. Πολύ γρήγορα ο Σεργκέι μετακόμισε στο δυάρι της στο Λυκαβηττό. Πέρασαν μαζί 6 μήνες πάθους, αλλά εδώ και μερικές εβδομάδες η συμπεριφορά του είναι περίεργη. Η Τσαμπίκα έτρεμε στην ιδέα πως θα τον χάσει. Στο μεταξύ η πομπή είχε φτάσει στον προορισμό της, η νεκρώσιμη ακολουθία είχε ψαλθεί κι όλοι έπαιρναν τον δρόμο για το καφενείο.
Η Τσαμπίκα δεν είχε όρεξη για πολλά πολλά. Ήθελε να γυρίσει σπίτι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να κάνει έρωτα με τον Σεργκέι. Η τάξη όμως των πραγμάτων το επέβαλλε. Κάμερες, δημοσιογράφοι και απλός κόσμος ήταν μαζεμένοι έξω από το καφενείο. Η απουσία της θα σηματοδοτούσε μεν είδηση, αλλά η παρουσία της θα ήταν μια ευκαιρία προβολής της. Είχε πολύ καιρό να εμφανιστεί στα μέσα και ήξερε πολύ καλά πως χρειαζόταν να διατηρείς μια τακτική επαφή μαζί τους. Αφού έδωσε λοιπόν μια μίνι συνέντευξη σ΄ ένα κανάλι, στην οποία εξυμνούσε τον εκλιπόντα και το έργο του, μπήκε να πιει τον καφέ της παρηγοριάς.
Η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με την Αριάννα Καππαδόκη και την Ελένη Παναγιωτίδη. Αντάλλαξαν μια τυπική επαγγελματική χαιρετούρα και ήπιαν ήρεμες και περίλυπες τον καφέ τους. Η Τσαμπίκα σηκώθηκε πολύ γρήγορα και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι των στενών συγγενών, όπως όριζε το τελετουργικό. Η Καίτη στο κέντρο του τραπεζιού δεχόταν τα συλλυπητήρια του κόσμου. Η Τσαμπίκα πλησίασε και οπλίστηκε με την πιο λυπημένη έκφραση. “Συλλυπητήρια” ψέλλισε. “Να΄ σαι καλά Τσάμπι Τσάκο” της είπε η Καίτη. Η Τσαμπίκα σάστισε. Ο μόνος άνθρωπος που την αποκαλούσε Τσάμπι Τσάκο, ήταν ο Ηλίας. Κι αυτό στις ιδιωτικές τους στιγμές, ποτέ μπροστά σε κόσμο. Τσάμπι από το Τσαμπίκα και Τσάκο από το Τσακοπιάκου. “Τι νόμιζες” συμπλήρωσε η Καίτη, “πως δεν τα ’ξερα… όλα τα ’ξερα, με την έγκριση μου έκανε ότι έκανε… τι τα θες, στο τέλος σ’ εμένα γυρνούσε και στα χέρια μου πέθανε… να ζήσουμε να τον θυμόμαστε…”. “Να ζήσουμε” είπε η Τσαμπίκα και κινήθηκε προς την έξοδο.
Βγήκε στον κεντρικό να πάρει ταξί. Στάθηκε για λίγο, αλλά κάποια στιγμή άκουσε να φωνάζει τ΄ όνομα της μια γνώριμη από το παρελθόν φωνή. Γύρισε πίσω της και είδε ένα αντιπαθητικό σκριπτ από μια σειρά που είχε κάνει πριν έξι χρόνια. Θα΄ θελε καμιά πρόσκληση για το θέατρο. Έκανε πως δεν την είδε και πως δεν την άκουσε. Άρχισε να βαδίζει γρήγορα. Μα να τα ξέρει όλα η Καίτη; Αυτό σημαίνει πως μπορεί να το ήξεραν κι άλλοι. Κάποιος διευθυντής φωτογραφίας ή ένας ηχολήπτης. Ακόμη χειρότερα κάποιος συνάδελφος της. Την αναστάτωνε πολύ η ιδέα πως κάποιος - ή κάποιοι - γνώριζε τόσο προσωπικά δεδομένα της. Και σιχαινόταν αυτό το υποκοριστικό. Τσάμπι Τσάκο. Ακουγόταν τόσο χαζό στ΄ αυτιά της. Σαν διαφήμιση τσιχλόφουσκας. Όταν ήρθε από τη Ρόδο και πήγε στη σχολή όλοι της έλεγαν να αλλάξει όνομα, να βρει ένα ψευδώνυμο. Ήταν αδύνατον να κάνει καριέρα με το Τσαμπίκα Τσακοπιάκου. Κι όμως, αυτή τα κατάφερε. Ήταν η Τσαμπίκα Τσακοπιάκου, η μεγάλη εθνική τραγωδός της Ελλάδας. Δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς αυτό.
Μπήκε σ΄ ένα ταξί. Επιτέλους σε λίγο θα ήταν στην αγκαλιά του Σεργκέι. Μακριά από παλιούς εφιάλτες, δημόσιες σχέσεις, υποκοριστικά και αντιπαθητικά σκριπτ.
Το ταξί την άφησε κάτω από το σπίτι της. Το ασανσέρ ήταν στο ισόγειο. Δεν χρειάστηκε να περιμένει. Της φάνηκαν αιώνες οι στιγμές μέχρι τον πέμπτο. Ξεκλείδωσε και φώναξε τον Σεργκέι. Ακούστηκε η φωνή του από την κρεβατοκάμαρα. Η Τσαμπίκα άρχισε να γδύνεται. Πρώτα τις μπότες, ύστερα το πουκάμισο. Το τζιν δεν το έβγαλε. Της άρεσε να το ξεκολλάει από τη σάρκα της ο Σεργκέι. Κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα, ο Σεργκέι την περίμενε στο κρεβάτι. Της ξεκόλλησε το τζιν κι άρχισε να την φιλάει. Να την φιλάει και να της μιλάει με την λευκορώσικη προφορά του: “… μωράκι μου, που ήσουν μωράκι μου;… μου έλειψε το γατάκι σου μωράκι μου… που ήσουν Τσαμπικούλα μου… που ήσουν Τσάμπι μου;… που ήσαν Τσάκο μου;… που ήταν η Τσάμπι Τσάκο μου;…”. Η Τσαμπίκα σάστισε για δεύτερη φόρα μέσα σε μια μέρα. Πως του ήρθε τώρα αυτό του Σεργκέι; Κάποιος της κάνει πλάκα, δεν μπορεί. “Τι είπες;” τον ρώτησε. “Δεν είναι πολύ γλυκό; Τώρα μου ήρθε! Τσάμπι από το Τσαμπίκα και Τσάκο από το Τσακοπιάκου”, της απάντησε. “Ναι, πολύ γλυκό”, του αποκρίθηκε και αφέθηκε στην αγκαλιά και τα χάδια του. Δεν την ένοιαζε πια τίποτα, μόνο ο Σεργκέι να είναι δίπλα της και να είναι ευχαριστημένος. Τσάμπι Τσάκο ήθελε ο Σεργκέι, Τσάμπι Τσάκο λοιπόν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου