Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Σημειώσεις από το ημερολόγιο μιας Αθηναίας: 1986 – 2017

1

27 Απρίλη 1986

Στις 7:30 ήταν στο σούπερ μάρκετ. Απ’ έξω φυσικά, μια και το σούπερ μάρκετ άνοιγε στις 8:00. Είχε πάει όμως νωρίτερα, μια και φοβόταν πως θα είχε ουρά. Τελικά δεν είχε κι έτσι, όταν στις 8:00 ο υπάλληλος άνοιξε την πόρτα, ήταν η πρώτη πελάτισσα της μέρας. Πήρε ένα καρότσι και όρμησε στον διάδρομο με τα γάλατα. Άρχισε να φορτώνει το καρότσι με κουτιά γάλακτος εβαπορέ μάρκας ΒΛΑΧΑΣ. 
Μία σειρά, δύο σειρές, τρεις, τέσσερις, πέντε. Παραπάνω δεν χωρούσαν. Κατευθύνθηκε στο ταμείο. Η υπάλληλος την κοίταξε λίγο λοξά, αλλά προχώρησε στον λογαριασμό. Ήταν μάλλον το πιο παράξενο καρότσι που είχε αντικρύσει στην πολυετή καριέρα της ως ταμίας σε σούπερ μάρκετ.
Βγήκε από το κατάστημα και πλησίασε το αμάξι. Τίγκαρε το πορτ μπαγκάζ και περίσσεψαν και μερικά κουτιά για το πίσω κάθισμα. Τώρα το μόνο που της απέμενε, προκειμένου να ολοκληρώσει το σχέδιο της, ήταν να βρει που θα αποθηκεύσει όλα αυτά τα γάλατα. Η μεταλλική μελωδία που ανάβλυζε από την επαφή των τενεκεδένιων κουτιών τη συντρόφευσε σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι.
Ανέβηκε στο διαμέρισμα. Άρχισε να κρύβει γάλατα παντού. Στο πατάρι, ανάμεσα στο ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο, σε ξεφούσκωτους πλαστικούς Αι Βασίληδες, καλοκαιρινές βαρκούλες, αντίσκηνα και παλιά κιτρινισμένα γράμματα. Στην αλουμινένια ντουλάπα του μπαλκονιού, ανάμεσα σε σφουγγαρίστρες, κουβάδες, απορρυπαντικά και μανταλάκια. Στο σύνθετο της τραπεζαρίας, ανάμεσα σε πορσελάνινα σερβίτσια, ασημένια μαχαιροπίρουνα και χαρτιά περιτυλίγματος. Τέλος, στις πάνω ντουλάπες, ανάμεσα σε παπλώματα, κουβέρτες, μπουφάν, σκοροκτόνα και βαπόνες. Επιτέλους, είχε τελειώσει. Άνοιξε μια παγωμένη μπύρα και πήγε στην τηλεόραση. Απόλαυσε την μπύρα της, παρακολουθώντας το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων. Το χθεσινό ατύχημα στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Τσερνομπίλ ήταν το πρώτο θέμα. Ειδικοί επιστήμονες ανέλυαν το μέγεθος της καταστροφής. Οι απόψεις βέβαια διίσταντο. Άλλοι μίλαγαν για  ολοκληρωτική μόλυνση της ατμόσφαιρας και αφανισμό της χλωρίδας και της πανίδας και άλλοι για περιορισμένη επιρροή στην περιοχή του ατυχήματος. Ευτυχώς, αυτή είχε προλάβει να αγοράσει γάλατα, πριν οι μολυσμένες με ραδιενέργεια παρτίδες καταλάβουν τους διαδρόμους των σούπερ μάρκετ. Είχε καταφέρει να εξασφαλίσει για τα παιδιά της «καθαρό» γάλα. 
Έκλεισε την τηλεόραση και έφυγε από το σπίτι. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε ραντεβού με τον άντρα της. Θα πήγαιναν στην πλατεία Λαυρίου να πάρουν ένα πούλμαν που θα τους οδηγούσε στην Κερατέα. Εκεί, έμπειροι πωλητές θα ξεναγούσαν όλους τους υποψήφιους αγοραστές - εκδρομείς σε μια περιοχή όπου πουλιόντουσαν οικόπεδα. Ήλπιζε να βρουν ένα ωραίο οικόπεδο κοντά στη θάλασσα. 
2

3 Αυγούστου 1990

Στις 7:30 ήταν ήδη στη θάλασσα και έκανε μια βουτιά. Της άρεσε το πρωινό κολύμπι στις παραλίες της Αττικής, πριν να πλακώσει ο κόσμος κατά τις 11:00, οπότε και δεν μπορούσες να βρεις θέση ούτε για την πετσέτα σου. Επιστρέφοντας σπίτι, αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον τύπο που τους έφερνε πετρέλαιο στην πολυκατοικία. Ήταν διαχειρίστρια, μια και ήταν η παλιότερη ένοικος. Ήθελε να παραγγείλει πετρέλαιο για τον χειμώνα. Όμως, ο τύπος ήταν διακοπές. Λογικό από τη μια σκέφτηκε, αφού ο Αύγουστος μόλις είχε μπει, από την άλλη όμως παράλογο, μια και οι μέρες ήταν τέτοιες που δεν σου έκανε καρδιά για διασκεδάσεις. Αναγκάστηκε να βρει στον χρυσό οδηγό τα τηλέφωνα κάποιων άλλων διανομέων πετρελαίου. Πέτυχε στην Αθήνα τον τρίτο στη σειρά. Κανόνισε ραντεβού για την επομένη. Θα γέμιζε τη δεξαμενή και μερικά μπιτόνια που είχε. Έτσι, θα ήταν σίγουρη πως θα είχαν πετρέλαιο για τον χειμώνα. Άσε που θα το πετύχαινε και σε καλή τιμή. Ποιος ξέρει σε τι ύψη θα εκτινάσσονταν τα καύσιμα σε λίγες μέρες.
Την επομένη ήρθε ο διανομέας. Γέμισε την δεξαμενή και τα μπιτόνια. Έπιασαν και μια συζήτηση για τις παγκόσμιες εξελίξεις και πως αυτές θα επηρέαζαν τα διάφορα επαγγέλματα και φυσικά το δικό του. Της φάνηκε συμπαθητικός. Θα συνέχιζε να συνεργάζεται μ’ αυτόν. Έτσι θα τον αντάμειβε και για την αυτοθυσία του να μένει στην Αθήνα αυγουστιάτικά.
Ανέβηκε σπίτι και άνοιξε μια παγωμένη μπύρα. Την απόλαυσε παρακολουθώντας στο μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων τα νέα από τον πόλεμο του κόλπου. Ο πόλεμος μόλις είχε ξεκινήσει και ήταν ηλίου φαεινότερο πως ήταν ένας πόλεμος για το πετρέλαιο. Κάποιοι ειδικοί αναλυτές σχολίαζαν τα τεκταινόμενα. Οι απόψεις βέβαια διίσταντο. Οι μεν έκαναν ζοφερές προβλέψεις για εμπάργκο πετρελαίου στη Δύση και οι δε πίστευαν πως αυτός ο πόλεμος θα έχει σύντομη λήξη.  Ας έκαναν αυτοί ότι ήθελαν, ας έβγαζαν και τα μάτια τους. Αυτή το χειμώνα δε θα κρύωνε. Και μαζί μ’ αυτήν δε θα κρύωναν και οι υπόλοιποι ένοικοι της πολυκατοικίας της. Σύντομα θα της ήταν ευγνώμονες. 
Έκλεισε την τηλεόραση και έφυγε. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε ραντεβού στην οικοδομή στην Κερατέα με τον πλακά. Σε λίγο το εξοχικό θα ήταν έτοιμο. Μπορεί να μην ήταν πάνω στη θάλασσα όπως ακριβώς το είχε ονειρευτεί, αλλά ήταν κοντά. Την έβλεπες από την ταράτσα. Και το οικόπεδο δεν ήταν στο σχέδιο όπως θα ήθελε, το σπίτι θα ήταν αυθαίρετο, είχε όμως μια νεραντζιά που της θύμιζε τη μονοκατοικία που μεγάλωσε.

3

7 Σεπτέμβρη 1999

Στις 19:30 είχε ήδη στήσει τη σκηνή κάτω από την νεραντζιά και την είχε εξοπλίσει με όλα τα απαραίτητα. Στρωματάκια, σεντόνια, κονσέρβες, σταυρόλεξα, ραδιοφωνάκι, γκαζάκι, μπρίκι, καφέ, πλαστικά ποτήρια, νερό, οδοντόβουρτσα, οδοντόπαστα, ρούχα, σίδερο και μάσκες ύπνου, μια και το οικόπεδο της Κερατέας ήταν ανατολικό και ο ήλιος θα τους ξύπναγε από τα χαράματα. Για φαγητό θα βολεύονταν στην απέναντι ψησταριά, που το μεσημέρι έκανε και μαγειρευτά. Ούτε λόγος για να μπει στο σπίτι και να μαγειρέψει. Όσα δεν φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει μια στιγμή. Ο άντρας της είχε κάποιες αντιρρήσεις για το όλο εγχείρημα, αλλά μια και από χαρακτήρα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, την ακολούθησε.
Λίγο πριν, την είχε μάλιστα βοηθήσει να κατεβάσουν τη σκηνή από το πατάρι. Είχαν να την χρησιμοποιήσουν καμιά δεκαριά χρόνια, γι’ αυτό και ήταν καταχωνιασμένη πίσω – πίσω. Προκειμένου να την βρουν είχαν αναγκαστεί να κατεβάσουν διάφορα ξεχασμένα συμπράγκαλα. Ανάμεσα τους και κάποια σκουριασμένα κουτιά ληγμένου γάλακτος απ’ αυτά που είχε αγοράσει το ’86 με το Τσερνομπίλ, καθώς και δυο μπιτόνια που μύριζαν πετρέλαιο. Ο άντρας της πρότεινε, με την ευκαιρία να κάνουν ένα ξεκαθάρισμα, αλλά αυτή του θύμισε πως δεν ήταν ώρα για τέτοια. Έτσι πήραν τη σκηνή και εξαφανίστηκαν.  Μόλις τελείωσε με την οργάνωση του μίνι σπιτικού πήγε στην ψησταριά, έκατσε σε ένα τραπεζάκι κοντά στην τηλεόραση και παρήγγειλε μια παγωμένη μπύρα. Την απόλαυσε, παρακολουθώντας στην τηλεόραση τις προβλέψεις των σεισμολόγων για πιθανούς μετασεισμούς. Οι απόψεις βέβαια διίσταντο. Οι μεν περίμεναν έναν μετασεισμό κοντά στον κύριο σεισμό των 5,9 ρίχτερ και οι δε έναν πολύ μικρότερο. Όπως και να είχε, αυτή είχε φροντίσει για την ασφάλεια της οικογένειας της. Εξάλλου ήταν Σεπτέμβρης, είχε ακόμη ζέστη και ήταν έμπειροι στο camping. Πριν χτίσουν το εξοχικό στην Κερατέα, είχαν οργώσει όλη την Ελλάδα, στην αρχή με σκηνή και έπειτα με τροχόσπιτο. Διακοπές ωραίες και φτηνές.

Τελείωσε την μπύρα της, τελείωσε και το δελτίο και έφυγε από την ψησταριά. Έπρεπε να βιαστεί, γιατί όπου να ’ταν θα ερχόντουσαν οι κουμπάροι της από την Αθήνα να στήσουν κι αυτοί τη σκηνή τους δίπλα στη δική τους. Τόσο οικόπεδο γιατί να πάει χαμένο. Ήταν και ευκαιρία να περάσουν λίγες μέρες στην Κερατέα, να καταλάβουν αν τους αρέσει το κλίμα της. Η κουμπάρα της είχε μόλις πάρει σύνταξη από την τράπεζα και σκεφτόντουσαν με το εφάπαξ να πάρουν ένα οικόπεδο, για να χτίσουν κι αυτοί ένα εξοχικό.

4

22 Ιουνίου ή 22 Ιουλίου 2010

Στις 7:30 ήταν στην τράπεζα. Απ’ έξω φυσικά, μια και η τράπεζα άνοιγε στις 8:00. Είχε πάει όμως νωρίτερα, μια και φοβόταν πως θα είχε ουρά. Τελικά δεν είχε κι έτσι, όταν στις 8:00 ο υπάλληλος άνοιξε την πόρτα, ήταν η πρώτη πελάτισσα της μέρας. Ήθελε να σηκώσει όλες τις καταθέσεις της. Πενήντα δύο χιλιάδες ευρώ. Της εξήγησαν πως για τέτοια μεγάλα ποσά, χρειάζονταν ειδοποίηση από την προηγούμενη μέρα και άρα δεν μπορούσαν να της δώσουν τα χρήματα εκείνη τη στιγμή. Αναγκάστηκε να επιστρέψει την επομένη. Φοβήθηκε και πάλι την πιθανότητα της ουράς και άρα ήταν και πάλι έξω από την τράπεζα στις 7:30. Ήταν και πάλι η μοναδική πελάτισσα. Πήρε τα πενήντα δύο χιλιάδες ευρώ και έφυγε.   
Πολύ προσεκτικά μπήκε στο αμάξι της και πήρε το δρόμο για Κερατέα. Την τσάντα με τις δεσμίδες των χαρτονομισμάτων την είχε βάλει στο πορτ μπαγκάζ. Έφτασε στο εξοχικό. Έβαλε το αμάξι στην πιλοτή και πήρε την τσάντα με τις δεσμίδες από το πορτ μπαγκάζ. Ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα και περίμενε να βραδιάσει.
Στις 21:00 ακριβώς, ζαλωμένη με την τσάντα με τις δεσμίδες βγήκε από το σπίτι. Κατευθύνθηκε στο υπόγειο. Εκεί βρήκε τα εργαλεία που χρειαζόταν. Γκασμά και φτυάρι. Ζαλωμένη με την τσάντα, τον γκασμά και το φτυάρι έκανε μια ηρωική έξοδο στον κήπο.
Αφού σιγουρεύτηκε πως κανένας δεν την έβλεπε – και κυρίως αυτή η γρουσούζα η κουμπάρα της που στο εν τω μεταξύ είχε αγοράσει και χτίσει το διπλανό τους οικόπεδο - έσκαψε έναν βαθύ λάκκο κάτω από την νεραντζιά του κήπου, ακριβώς στο σημείο που πριν μερικά χρόνια είχαν στήσει τη σκηνή. Έχωσε μέσα την τσάντα με τις δεσμίδες και έκλεισε τον λάκκο. Ίσιωσε το χώμα πάνω – πάνω, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να υποψιαστεί την ύπαρξη της κρυψώνας κάτω από το δέντρο. Μπήκε στο σπίτι, άνοιξε μια παγωμένη μπύρα και βγήκε πάλι στον κήπο, κουβαλώντας αυτή τη φορά μια μικρή φορητή τηλεόραση. Έκατσε κάτω από την νεραντζιά, πάνω στον λάκκο και απόλαυσε την μπύρα της, παρακολουθώντας το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων στη μικρή οθόνη. Οικονομολόγοι από τις πέντε ηπείρους μιλούσαν για την ελληνική κρίση. Οι απόψεις βέβαια διίσταντο. Άλλοι μίλαγαν για στημένο παιχνίδι της διεθνούς αγοράς και άλλοι για λογικό αποτέλεσμα της κακοδιαχείρισης των προηγούμενων κυβερνήσεων. Όπως και να είχε, αυτή ήταν πια ήρεμη. Οι δυσοίωνες προβλέψεις των δημοσιογράφων για την οικονομία της χώρας δεν την άγγιζαν πλέον. Τα χρήματα που με κόπο είχε καταφέρει να μαζέψει μετά από τριάντα οχτώ χρόνια δουλειάς ήταν πια εξασφαλισμένα. Καμιά οικονομική κρίση, κανένας αφερέγγυος πολιτικός, κανένας κερδοσκόπος χρηματιστής δεν μπορούσε στο εξής να τα απειλήσει. 
Έκλεισε το σπίτι, μπήκε στο αμάξι και έφυγε. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε πει στον άντρα της πως θα πήγαινε με την νύφη της μια ημερήσια εκδρομή στην Αίγινα για μπάνιο. Ούτε λόγος για τις καταθέσεις, τον λάκκο και τα ρέστα. Εξάλλου ο άντρας της δεν γνώριζε καν την ύπαρξη αυτών των καταθέσεων. Ήταν προϊόν του κόπου της και το αποκούμπι της για τα γηρατειά που δεν αργούσαν να έρθουν.  

5

8 Μαρτίου 2017

Στις 7:30 ήταν στο ΙΚΑ και μαζί με άλλους ηλικιωμένους περίμενε να ξεκινήσει ο εμβολιασμός. Ευτυχώς, είχε προνοήσει να πάει από αρκετά νωρίς και να πάρει αριθμό προτεραιότητας. Το 1. Επιστρέφοντας σπίτι, έκανε μια στάση στο φαρμακείο και αγόρασε πέντε πακέτα χειρουργικές μάσκες. Έβαλε μια μάσκα και μπήκε στο διαμέρισμα.
Το τοπίο ήταν σαν βομβαρδισμένο. Κούτες παντού. Πύργοι από κούτες. Είχε τελειώσει με το σαλόνι, την τραπεζαρία, το μπάνιο, την κουζίνα, το πατάρι. Της έμενε η  κρεβατοκάμαρα της και η παλιά των παιδιών, που πια χρησίμευε σαν αποθήκη. Άρχισε με τις ντουλάπες της κρεβατοκάμαρας. Δεν ήταν πολύ δουλειά. Ως το μεσημέρι θα είχε τελειώσει. Θα άνοιγε μια παγωμένη μπύρα και ήρεμη πια, θα την απολάμβανε, ρίχνοντας μια ματιά στο μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων. Θα μάθαινε τις τελευταίες εξελίξεις για την νέα επιδημία που είχε μαστίσει την υφήλιο. Αφορούσε έναν ιό που αναπτυσσόταν στο χαρτί και που είχε επικρατήσει με το όνομα χάρτινος ιός. Ήταν ένας ιός, επικίνδυνος για τον άνθρωπο. Οι απόψεις των ιατρών βέβαια διίσταντο. Άλλοι πίστευαν πως μπορούσε να εξελιχθεί σε θανατηφόρο και άλλοι πως τα πιο σοβαρά του συμπτώματα θα ήταν πυρετός και διάρροια. Αυτή είχε τρέξει να εμβολιαστεί,  άρα δεν ανησυχούσε για την υγεία της. Ήθελε όμως να ενημερωθεί για την πορεία των ερευνών. 
Όταν θα τελείωνε το δελτίο, θα έκλεινε την τηλεόραση και θα την συσκεύαζε. Θα ήταν το τελευταίο δελτίο ειδήσεων που θα παρακολουθούσε σ’ αυτό το σπίτι. Την ίδια μέρα κιόλας, η μετακόμιση τους στην Κερατέα θα ολοκληρωνόταν. Ήταν δυο μήνες τώρα που είχε πάρει σύνταξη. Τα έβαλαν κάτω με τον άντρα της και αποφάσισαν να νοικιάσουν το σπίτι στην Αθήνα και να έχουν ως μόνιμη κατοικία τους το εξοχικό στην Κερατέα. Ούτως ή άλλως, δεν είχαν πια δουλειές στην Αθήνα. Έτσι, θα εξοικονομούσαν ένα επιπλέον εισόδημα. Δεν το είχαν ανάγκη, θα μπορούσαν όμως να βοηθούν τα παιδιά τους, που είχαν και τα δύο παντρευτεί και κάνει δικά τους παιδιά. Θα το χαιρόταν πολύ αυτό το τελευταίο δελτίο ειδήσεων στο σπίτι που έζησε 45 χρόνια. Ήταν 20 χρονών κορίτσι όταν παντρεύτηκε και ήρθε να ζήσει με τον άντρα της σ’ αυτό το διαμέρισμα. Το μισό το είχαν πάρει από την αντιπαροχή της μονοκατοικίας των γονιών της και το άλλο μισό με δάνειο από την εργατική εστία. Πόσες χαρές και πόσες λύπες δεν γνώρισε σ’ αυτό το σπίτι. Πόσα δελτία ειδήσεων παρακολούθησε. Πόσα σημαντικά γεγονότα. Πολέμους, σεισμούς, γεννήσεις, θανάτους, κρίσεις, πυρηνικές καταστροφές, γάμους, ιούς. Παγκόσμια και προσωπική ιστορία.
Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, πέρασε η ώρα  και δεν είχε ακόμη τελειώσει με τις ντουλάπες. Θα έπρεπε να βιαστεί. Η μεταφορική θα ερχόταν μισή ώρα μετά το τέλος του δελτίου ειδήσεων. Έβαλε τα δυνατά της και τελείωσε στην ώρα της. Άνοιξε μια παγωμένη μπύρα και πήγε στην τηλεόραση. Όπως το είχε μαντέψει, το κύριο θέμα του δελτίου ήταν ο χάρτινος ιός. Την στιγμή που δυο γιατροί τσακώνονταν για το αν πρέπει ή όχι να εμβολιαστεί ο πληθυσμός της χώρας, ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά, ζαλίστηκε και έπεσε από την καρέκλα. Λίγη ώρα μετά, οι εργάτες της μεταφορικής την βρήκαν πεσμένη στο πάτωμα. Ήταν ακόμη ζεστή, αλλά η καρδιά της δεν χτυπούσε. Ήταν νεκρή. Νεκρή, μα εμβολιασμένη.
Δεν είχε προλάβει να τελειώσει την μπύρα της και να δει το τελευταίο δελτίο ειδήσεων στο σπίτι της στην Αθήνα. Κηδεύτηκε την επομένη στο νεκροταφείο της Κερατέας. Κανείς ποτέ δεν έμαθε για τον λάκκο κάτω από τη νεραντζιά.

1 σχόλιο:

  1. Τελικά των φρονίμων τα παιδιά δεν κατάφεραν και πολλά!
    Μου άρεσε πολύ αυτό το κείμενο

    ΑπάντησηΔιαγραφή