Δεν είχε καλά-καλά νυχτώσει όταν έφτασε στην πολυκατοικία της. Ήταν ακριβής στο ραντεβού τους. Στις εννιάμισι είχαν πει και τώρα ήταν εννιά και είκοσι οχτώ. Το ταξί περίμενε λίγα μέτρα πιο ’κει κι αυτός στεκόταν στην πόρτα και κοιτούσε τα κουδούνια. Περίμενε. Μετά από μερικά λεπτά, είδε στο βάθος το ασανσέρ να λειτουργεί. Έφτασε στον τρίτο και μετά ξεκίνησε μια πορεία προς το ισόγειο. Ένιωσε ένα σφίξιμο. Όλα είχαν πάρει πια το δρόμο τους.
Μέσα στο ταξί δεν αντάλλαξαν ούτε κουβέντα. Κι ο ταξιτζής ήταν ευτυχώς κι αυτός σιωπηλός. Έφτασαν στο λιμάνι και επιβιβάστηκαν στο πλοίο. Ένας καμαρότος τους οδήγησε στην καμπίνα τους. Δεν είχαν υπομονή. Μόλις η πόρτα έκλεισε, κοιτάχτηκαν και έπεσαν με λύσσα ο ένας πάνω στον άλλον. Τα γέρικα σώματα τους ήρθαν σ’ αυτή την κατεξοχήν νεανική απόλαυση.
Πήραν πρωινό ταξιδεύοντας. Της άλειψε δυο στρογγυλά φραντζολάκια με μερέντα. Μετά έκαναν μπάνιο στην πισίνα. Καθώς στέγνωναν στις ξαπλώστρες, είπαν τις πρώτες τους κουβέντες. Μίλησε πρώτα αυτός. Της είπε για την ελιά που είχε ανάμεσα στο πέμπτο και το τέταρτο δάχτυλο του δεξιού ποδιού της. Πως μεγάλωσε. Κι αυτή του απάντησε, πως ναι, είχε μεγαλώσει. Ύστερα χόρεψαν ένα μπλουζ στην ντισκοτέκ. Μάλλον το «Total eclipse of the heart».
Τα μάγουλα του ενός έμειναν για ώρα κολλημένα στα μάγουλα του άλλου. Νύχτωσε και πήγαν στην καμπίνα. Θα έφταναν το πρωί.
Τα μάγουλα του ενός έμειναν για ώρα κολλημένα στα μάγουλα του άλλου. Νύχτωσε και πήγαν στην καμπίνα. Θα έφταναν το πρωί.
Ήταν ήδη στις σκάλες και περίμεναν, όταν από το μεγάφωνο ακούστηκε η ανακοίνωση, πως το πλοίο πλησιάζει στο λιμάνι της Βενετίας. Άνοιξαν οι μπουκαπόρτες και χύθηκαν στη στεριά. Κοντά 36 ώρες ήταν στη θάλασσα. Άκουσαν δυο γυναικείες φωνές: «Μαμά… μαμά». Την είχαν αναζητήσει. Έλειπε κοντά δυο μέρες. Φυσικό ήταν να την έψαχναν. Θα τους έπαιρνε τηλέφωνο από τη Βενετία, να τους πει πως είναι καλά και θα γυρίσει σε λίγες μέρες. Όμως αυτές την πρόλαβαν. Την έψαξαν και την βρήκαν. Μόλις είδαν πως ήτανε μαζί του, σάστισαν. Όλα τα περίμεναν, μα όχι αυτό. Τον μισούσαν. Τι γύρευε η μάνα τους μαζί του; Άρχισαν να φωνάζουν, μαζεύτηκε κόσμος, ήρθαν και δυο καραμπινιέροι να δούνε τι συμβαίνει. Μέσα στην αναμπουμπούλα, βρήκε ευκαιρία, την άρπαξε από το χέρι και το βαλαν στα πόδια. Τρέχανε, τρέχανε, ούτε που κατάλαβαν πόσο έτρεξαν. Απομακρύνθηκαν. Όπως ήταν, με τα μπαγκάζια ακόμη, πήγαν στο κανάλι. Έκαναν την ίδια διαδρομή όπως και τότε. Πριν τριάντα πέντε χρόνια. Με τη γόνδολα. Πόσα είχαν αλλάξει από τότε. Είχαν παντρευτεί. Είχαν κάνει δυο κόρες. Είχαν χωρίσει. Και τώρα είχαν ξανασμίξει. Κι ήταν πάλι εδώ. Στο ίδιο κανάλι.
Σε τρεις μέρες ήταν πάλι πίσω. Μια μέρα που καθίσανε, ίσα για τη βόλτα στο κανάλι και άλλες δύο η επιστροφή. Όταν το ταξί έφτασε στην πολυκατοικία της, τον ρώτησε αν ήθελε να ανέβει κι αυτός πάνω. Η τελευταία εικόνα του εαυτού του σ’ αυτό το σπίτι ήταν πριν δεκαοχτώ χρόνια. Αυτός στην πόρτα, με τη βαλίτσα στο χέρι, αυτή να κλαίει και τα κορίτσια να κοιτάζουν. Κατέβηκε από το ταξί και κοίταξε ψηλά στο διαμέρισμα. Είχε φως. Οι κόρες του θα ήταν επάνω. Μπήκαν στην πολυκατοικία. Το ασανσέρ σταμάτησε στον τρίτο. Μετά, όλα θα ήταν πιθανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου