Ταξίδευαν από νησί σε νησί με το τροχόσπιτο. Τόσα χρόνια είχαν μπει σε όλα τα πλοία. Μικρά και μεγάλα. Που έκαναν δρομολόγια μακρινά ή τοπικά. Των μεγάλων εταιριών και των περιφερειακών προυχόντων. Ακόμη και τουριστικά καΐκια. Είχαν πλήρη εικόνα της ναυτιλίας της χώρας. Το κάθε νησί το επισκέπτονταν κάθε δύο ή τρία χρόνια και έμεναν σ’ αυτό από τρεις ως και δέκα μέρες, ανάλογα με τις εργασιακές ευκαιρίες που τους έδινε. Κι αυτό επί τριάντα συναπτά έτη, όσα χρόνια δηλαδή ήταν ζευγάρι. Ζευγάρι καλλιτεχνικό και ζευγάρι στη ζωή.
Τα πρωινά συνήθως μεταφέρονταν, είτε με το πλοίο από νησί σε νησί, είτε με το αυτοκίνητο και το τροχόσπιτο από χωριό σε χωριό. Έβρισκαν ένα ωραίο μέρος, πάνω στη θάλασσα και άραζαν. Φρόντιζαν πάντα από το παράθυρο του καναπέ - κρεβατιού τους να φαίνεται η θάλασσα. Τα μεσημέρια έβλεπαν τα νέα επεισόδια της «Τόλμης και Γοητείας». Παρακολουθούσαν τη σειρά από το 1988. Αν τους ρωτούσες, θα τολμούσαν να σου πουν πως δεν είχαν χάσει ούτε ένα επεισόδιο.
Αν μάλιστα καμιά φορά, τα δρομολόγια δεν ταιριάζανε και το μεσημέρι τους έβρισκε στο πλοίο, ζητούσαν από κάποιον καμαρότο να βάλει στην τηλεόραση του σαλονιού το κανάλι που πρόβαλε τη σειρά. Τα απογεύματα κολυμπούσαν. Η κυρία Πόπη φορούσε πλαστικό σκουφάκι στα μαλλιά κι ο κύριος Κώστας πλαστικά πέδιλα. Μόλις έπιανε το βράδυ, ετοιμαζόντουσαν για τη δουλειά. Φορούσαν τα καλά τους. Κοστούμι με μαντηλάκι στο πέτο, ο κύριος Κώστας και deux pièces σύνολο η κυρία Πόπη. Στις 22:00 ήταν στο πάλκο.
Το ρεπερτόριο τους ήταν πολύ μεγάλο. Από νησιώτικα και λαϊκά, μέχρι ιταλικά των δεκαετιών ’60, ’70, ’80. Από «Ντάρι, ντάρι, στο γιαλό πετούν οι γλάροι» και «Γιατί θές να φύγεις, που θα πας;», μέχρι «Sapore di mare» και «Felicita». Η κυρία Πόπη τραγουδούσε, ο κύριος Κώστας τη συνόδευε στα ρεφρέν και ανάλογα με την περίσταση, έπαιζε βιολί, μπουζούκι ή κιθάρα κι ο κόσμος χόρευε. Μπάλους, τσιφτετέλια και βαλς.
Εκείνη τη χρονιά, είχαν προγραμματίσει ένα τουρ στην Αμοργό και τις μικρές Κυκλάδες. Κουφονήσια, Δονούσα, Σχοινούσα. Ξεκίνησαν από την Αμοργό, που θα καθόντουσαν και τον περισσότερο καιρό. Το πρώτο βράδυ δούλεψαν στην Αιγιάλη και το επόμενο πρωί έφυγαν οδικώς για τη χώρα. Θα έπαιζαν εκεί σ’ ένα καφενείο στη Λόζα. Στη διαδρομή άκουσαν από το κασετόφωνο του αυτοκινήτου μια παλιά κασέτα με μια ερασιτεχνική ηχογράφηση τους. Η κυρία Πόπη τραγουδούσε και στα ρεφρέν ακουγόταν ο κύριος Κώστας. Συνήθιζαν να την ακούν αυτή την κασέτα. Ήταν το μοναδικό πειστήριο που θα έμενε μετά το θάνατο τους, πως αυτοί οι δυο άνθρωποι αγαπούσαν ο ένας τον άλλο και οι δύο το τραγούδι. Αυτή η κασέτα και μερικές αφίσες που διαφήμιζαν τις εμφανίσεις τους. Αφίσες που κολλάγανε στα καφενεία που παίζανε και στις πόρτες του αυτοκινήτου τους. Σταμάτησαν στον Άγιο Παύλο για να δουν «Τόλμη και Γοητεία» και να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα. Την ώρα που κολυμπούσαν, η κυρία Πόπη δεν αισθάνθηκε καλά.
Η εμφάνιση τους στη Λόζα ακυρώθηκε. Το τροχόσπιτο δεν μετακινήθηκε από τον Άγιο Παύλο για τρεις μέρες. Ο κύριος Κώστας δεν βγήκε από το τροχόσπιτο για τρεις μέρες. Η τηλεόραση δεν άνοιξε για τρεις μέρες. Ήταν οι πρώτες τρεις μέρες που ο κύριος Κώστας έχασε τα επεισόδια της «Τόλμης και Γοητείας». Την τέταρτη μέρα πλησίασε τη θάλασσα. Κρατούσε αγκαλιά ένα πήλινο δοχείο. Το άνοιξε. Σκόρπισε την κυρία Πόπη στα νερά του Αγίου Παύλου, της Αμοργού, των Κυκλάδων. Η τελευταία της επιθυμία.
Από την επόμενη μέρα επέστρεψε στις ζωντανές εμφανίσεις. Μόνος του. Είχε δίπλα του την άδεια καρέκλα της κυρίας Πόπης και έπαιζε μουσική. Κανείς δεν τραγουδούσε. Ξαναείδε και τη σειρά. Ξανακολύμπησε κιόλας. Σιγά-σιγά επανήλθε στη ρουτίνα του. Ώσπου ένα βράδυ, σ’ ένα νησί, «έκατσε» στην άδεια καρέκλα της κυρίας Πόπης, ένα κασετοφωνάκι. Έβαλε την κασέτα με την ερασιτεχνική τους ηχογράφηση. Αυτή που άκουγαν στο αυτοκίνητο. Έπαιξε αυτός μουσική κι η κυρία Πόπη τραγουδούσε από την κασέτα. Ο κόσμος αν και παραξενεύτηκε από τον συνδυασμό, χόρεψε και διασκέδασε. Το επόμενο μεσημέρι διηγήθηκε στην κυρία Πόπη τα τεκταινόμενα στην «Τόλμη και Γοητεία». Σαν να ήταν εκεί, στο διπλανό δωμάτιο, στην κουζίνα ίσως και τηγάνιζε ψάρια και δεν μπορούσε να είναι στην τηλεόραση. «Η Μπρουκ στέλνει μήνυμα στον Ριτζ, αλλά το απαντάει η Στέφι. Ο Ριτζ λέει στον Ερικ ότι αγαπάει και τη Μπρουκ και την Τέιλορ και δεν ξέρει τι να κάνει. Η Μπρουκ περιμένει τον Ριτζ στο ραντεβού τους και τον βλέπει με την Τέιλορ να περπατούν μαζί στην παραλία. Η Στέφι στέλνει ακόμα ένα μήνυμα, ως Ριτζ, ότι βρίσκεται στο δρόμο».
Αυτό ήταν. Ο Κύριος Κώστας την είχε πάρει την απόφαση του. Φόρεσε τα καλά του, το κοστούμι με το μαντηλάκι στο πέτο και βγήκε από το τροχόσπιτο. Πήρε μαζί του το κασετοφωνάκι και την κιθάρα του. Στάθηκε στην αμμουδιά. Έβαλε την κασέτα να παίζει. Το αγαπημένο τους τραγούδι. «Sapore di mare». Η κυρία Πόπη ακούστηκε να τραγουδάει. Άρχισε να το παίζει κι αυτός στην κιθάρα. Συγχρονίστηκαν. Και έπειτα, βημάτισε προς τη θάλασσα. Βράχηκαν τα μπατζάκια του κουστουμιού του. Συνέχισε να παίζει και προχώρησε πιο βαθιά. Τα χέρια του τα ύψωσε, ώστε να μην βραχούν, να συνεχίζει να παίζει. Βράχηκε το μαντήλι στο πέτο. Ύστερα ο γιακάς. Σε λίγο η ζωντανή μουσική δεν ακουγόταν πια. Μόνο η ηχογραφημένη φωνή της κυρίας Πόπης. «Ti tuffi nell'acqua e milasci a guardare e rimango da solo nella sabbia e nel sol, poitorni vicino e ti lasci cadere così nella sabbia e nelle miebraccia e mentre ti bacio, sapore di sale, sapore di mare, saporedi te...». «Βουτάς στο νερό και μ' αφήνεις να κοιτάω και μένω μόνος στην άμμο και στον ήλιο, ύστερα πάλι έρχεσαι και αφήνεσαι να πέσεις πάνω στην άμμο και στην αγκαλιά μου κι ενώ σε φιλάω, γεύση από αλάτι, γεύση από θάλασσα, γεύση από σένα...». Σε λίγο τελείωσε και η κασέτα και το μόνο που ακουγόταν ήταν η ήρεμη θάλασσα.
Η βραδινή εμφάνιση του κυρίου Κώστα ακυρώθηκε. Το ίδιο κι όλες οι επόμενες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου