Ήταν Σάββατο απόγευμα και η μικρή Ειρήνη ήταν καλεσμένη σ’ ένα αποκριάτικο πάρτι. Εδώ και μέρες, η μαμά της της είχε πει πως φέτος τις Απόκριες θα ντυθεί σπανιόλα, όπως και πέρσι. Όμως αυτή δεν ήθελε. Όλη την εβδομάδα στο σχολείο τα κορίτσια μιλούσαν για τις καινούριες στολές που είχαν αγοράσει ειδικά για το πάρτι. Πως αυτή να εμφανιζόταν με την περσινή; Είδε λοιπόν σ’ ένα περιοδικό μερικές προτάσεις για αυτοσχέδιες στολές. Διάλεξε τη στολή «φανάρι». Δανείστηκε από τον αδελφό της δυο μικρά αυτοκινητάκια και τα κρέμασε στα μαλλιά της, φόρεσε το μαύρο καλσόν και το μαύρο κορμάκι του μπαλέτου και τους κόλλησε ένα πράσινο και ένα κόκκινο στρογγυλό αυτοκόλλητο. Η στολή ήταν έτοιμη. Το μόνο που έμενε ήταν να αγοράσει ένα μικρό βαζάκι φούμο και να βάψει μ’ αυτό το πρόσωπο της. Γι’ αυτό το τελευταίο στάδιο, ζήτησε τη βοήθεια της μαμάς της. Το πρόσωπο της έγινε μαύρο. Μαύρο σαν φανάρι.
Με το που μπήκε στο πάρτι, εντυπωσίασε όλα τα παιδιά. Κορίτσια και αγόρια. Είχε την πιο πρωτότυπη στολή. Ανάμεσα σε χαβανέζες, πριγκίπισσες της νύχτας και της μέρας, μπαλαρίνες, καουμπόηδες και ζορό, ένα φανάρι σίγουρα ξεχώριζε. Αμέσως εντόπισε τον Βαγγελάκη. Αυτός ήταν και ο βασικότερος λόγος που ήθελε να ντυθεί κάτι διαφορετικό στο πάρτι. Για να του αρέσει. Προχώρησε στο σαλόνι και έκατσε κάπου κοντά του. Ήταν ντυμένος ινδιάνος.
Η ώρα πέρασε. Χόρεψαν τα «παπάκια» και το «ska chou chou».
Έφαγαν τυροπιτάκια, λουκανικάκια τυλιγμένα με μπέικον και περασμένα σε οδοντογλυφίδες, μπόμπες και πίτσα. Έπαιξαν «όνομα, ζώο, πράγμα», «αγαλματάκια ακούνητα και αμίλητα» και «μούμια» με το χαρτί υγείας. Τέλος, ψήφισαν για την καλύτερη στολή. Το βραβείο, που ήταν ένα παζλ, το πήρε η Ειρήνη με την αυτοσχέδια στολή της. Ήταν τόσο χαρούμενη. Αυτή ήταν η πραγματική πριγκίπισσα της νύχτας, οι άλλες ήταν ψεύτικες. Ένιωθε δικαιωμένη και σίγουρη πως ο Βαγγελάκης θα ήθελε να τα φτιάξουνε. Η αφορμή θα μπορούσε να δοθεί στην «μπουκάλα». Ανυπομονούσε λοιπόν για να έρθει η ώρα της. Η Ειρήνη είχε πολύ άγχος. Όταν δόθηκε το σήμα πως το παιχνίδι ξεκινάει, φρόντισε να καθίσει ακριβώς απέναντι του, έτσι ώστε να αυξήσει τις πιθανότητες για φιλί. Ένα κορίτσι γύρισε την «μπουκάλα». Τίποτα. Μετά δεύτερη φορά. Τίποτα. Την τρίτη ο Βαγγελάκης έτυχε με το κορίτσι που έκανε το πάρτι. Φιλήθηκαν. Η Ειρήνη είχε σκάσει από τη ζήλια της. Την τέταρτη φορά, τζίφος και πάλι. Ώσπου την πέμπτη, το ζευγάρι που έπρεπε να φιληθεί ήταν η Ειρήνη και ο Βαγγελάκης. Η καρδιά της πήγε να σπάσει. Σχεδόν ένα χρόνο περίμενε αυτή τη στιγμή. Σηκώθηκε από τη θέση της, για να πάρει θέση φιλιού. Ο Βαγγελάκης όμως δεν σηκώθηκε. Τα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν: «φιλί, φιλί, φιλί…». Ο Βαγγελάκης τίποτα. Η Ειρήνη δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Τότε, ο Βαγγελάκης σηκώθηκε και είπε: «Δεν μπορώ να τη φιλήσω. Είναι μαύρη. Θα με πασαλείψει».
Έφαγαν τυροπιτάκια, λουκανικάκια τυλιγμένα με μπέικον και περασμένα σε οδοντογλυφίδες, μπόμπες και πίτσα. Έπαιξαν «όνομα, ζώο, πράγμα», «αγαλματάκια ακούνητα και αμίλητα» και «μούμια» με το χαρτί υγείας. Τέλος, ψήφισαν για την καλύτερη στολή. Το βραβείο, που ήταν ένα παζλ, το πήρε η Ειρήνη με την αυτοσχέδια στολή της. Ήταν τόσο χαρούμενη. Αυτή ήταν η πραγματική πριγκίπισσα της νύχτας, οι άλλες ήταν ψεύτικες. Ένιωθε δικαιωμένη και σίγουρη πως ο Βαγγελάκης θα ήθελε να τα φτιάξουνε. Η αφορμή θα μπορούσε να δοθεί στην «μπουκάλα». Ανυπομονούσε λοιπόν για να έρθει η ώρα της. Η Ειρήνη είχε πολύ άγχος. Όταν δόθηκε το σήμα πως το παιχνίδι ξεκινάει, φρόντισε να καθίσει ακριβώς απέναντι του, έτσι ώστε να αυξήσει τις πιθανότητες για φιλί. Ένα κορίτσι γύρισε την «μπουκάλα». Τίποτα. Μετά δεύτερη φορά. Τίποτα. Την τρίτη ο Βαγγελάκης έτυχε με το κορίτσι που έκανε το πάρτι. Φιλήθηκαν. Η Ειρήνη είχε σκάσει από τη ζήλια της. Την τέταρτη φορά, τζίφος και πάλι. Ώσπου την πέμπτη, το ζευγάρι που έπρεπε να φιληθεί ήταν η Ειρήνη και ο Βαγγελάκης. Η καρδιά της πήγε να σπάσει. Σχεδόν ένα χρόνο περίμενε αυτή τη στιγμή. Σηκώθηκε από τη θέση της, για να πάρει θέση φιλιού. Ο Βαγγελάκης όμως δεν σηκώθηκε. Τα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν: «φιλί, φιλί, φιλί…». Ο Βαγγελάκης τίποτα. Η Ειρήνη δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Τότε, ο Βαγγελάκης σηκώθηκε και είπε: «Δεν μπορώ να τη φιλήσω. Είναι μαύρη. Θα με πασαλείψει».
Η Ειρήνη σηκώθηκε από το κρεβάτι με πονοκέφαλο. Όπως κάθε Κυριακή, την είχε ξυπνήσει η ηλεκτρική σκούπα. Ο αδερφός της είχε ήδη φτιάξει το παζλ, που αυτή είχε κερδίσει το προηγούμενο βράδυ στο πάρτι. Δεν είχε κουράγιο ούτε να του φωνάξει. Ήταν χάλια. Η μαμά της της είπε πως έπρεπε να βιαστούν. Σε λίγο θα ξεκινούσε ο ετήσιος αποκριάτικος χορός του σχολείου. Σε μια αίθουσα συνεστιάσεων θα μαζευόταν όλο το σχολείο για να γιορτάσει το τέλος των Αποκριών. Οι συμμαθητές και οι δάσκαλοι της. Και ο Βαγγελάκης φυσικά. Η μαμά της επέμενε να βιαστεί. Ήθελε τουλάχιστον μισή ώρα για να της βάψει το πρόσωπο με το φούμο. Τότε, η Ειρήνη της απάντησε πως δεν υπήρχε κανένας λόγος βιασύνης, μια και δεν είχε σκοπό να ντυθεί φανάρι στο χορό. Θα ντυνόταν σπανιόλα. Όπως και πέρσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου