Κάθε πρωί έβαζαν τα ρούχα της δουλειάς τους σε πλαστικές σακούλες, έπαιρναν το λεωφορείο, κατέβαιναν στη Boca, έμπαιναν στο καφέ «La morocha», άλλαζαν στις τουαλέτες του και μετά πήγαιναν στο πόστο τους, δίπλα στον Μαραντόνα. Η Βούλα φορούσε μεγάλους χρυσούς κρίκους στα αυτιά, στενό μίνι φόρεμα από μαύρη και κόκκινη δαντέλα και ψηλοτάκουνα. Ο Θοδωρής μπριγιαντίνη στα μαλλιά, μαύρο κουστούμι και λευκά λουστρίνια. Χόρευαν ταγκό στον πλακόστρωτο δρόμο και έβγαζαν φωτογραφίες με τους τουρίστες. Κάθε φωτογραφία κόστιζε πέντε πέσος. Πέντε πέσος κόστιζε και η φωτογραφία με τον Gabriel, τον σωσία του Μαραντόνα. Δεν υπήρχε όμως ανταγωνισμός μεταξύ τους, μια και απευθυνόντουσαν σε άλλα target group. Αυτοί σε ζευγάρια που έκαναν ταξίδι του μέλιτος, σε ρομαντικές γυναικοπαρέες, σεξοτουρίστες και γκέι. Ο Gabriel σε πιτσιρικάδες που ήταν σε σχολική εκδρομή, σε χαβαλέδες μεσήλικες και λεσβίες. Δούλευαν από τις 10:00 ως τις 17:00, οπότε και η Boca έκλεινε για τους τουρίστες και παραδιδόταν στις τοπικές συμμορίες. Έβγαζαν τη μέρα μέσο όρο είκοσι φωτογραφίες, δηλαδή εκατό πέσος. Συμπλήρωναν το εισόδημα τους, με τις βραδινές βόλτες της Carmela και της Lucia. Τις έπαιρναν από το σπίτι τους στη Ricoleta στις 20:00 και τις επέστρεφαν στις 21:30. Σ’ αυτό το διάστημα, έπαιζαν με άλλα σκυλιά της γειτονιάς, κατουρούσαν και έτρεχαν. Τέλος, τα σαββατοκύριακα διασκέδαζαν στα μέρη που διοργανωνόντουσαν μιλόνγκες. Εκεί μπορεί να χόρευαν ταγκό ως και πέντε συνεχόμενες ώρες, αλλάζοντας απλά παρτενέρ.
Το ταγκό ήταν το πάθος τους. Γι’ αυτό εξάλλου είχαν φύγει από την Αθήνα και είχαν μετακομίσει στο Buenos Aires. Για να ζήσουν στην πρωτεύουσα του ταγκό. Είχαν βρει κι αυτή τη δουλειά με τις φωτογραφίες κι έτσι έβγαζαν και λεφτά από το πάθος τους. Αυτοί, οι βέροι Αθηναίοι, είχαν καταφέρει να περνάνε για βέροι porteños, γνήσιοι απόγονοι του Τσε Γκεβάρα και της Εβίτας Περόν. Δεν αισθάνονταν πως κορόιδευαν κάποιον. Οι τουρίστες θέλουν να βλέπουν την παραμυθένια πλευρά των τόπων που επισκέπτονται κι η Βούλα με τον Θοδωρή ακριβώς αυτήν την πλευρά τους έδειχναν. Παρίσταναν ένα τυπικό αργεντίνικο ερωτευμένο ζευγάρι, που το πάθος του ξεχειλίζει στους δρόμους και στις πλατείες. Έβγαζαν φωτογραφίες μαζί τους, την ίδια στιγμή που αυτοί δεν είχαν ούτε μια δική τους φωτογραφία, ούτε είχαν ποτέ μια δική τους φωτογραφική μηχανή. Το μόνο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν όταν κάποιος Έλληνας τους ζητούσε να βγει μια φωτογραφία μαζί τους. Από τη μια, δεν τους πήγαινε η καρδιά να κοροϊδέψουν συμπατριώτη τους, από την άλλη όμως, δεν μπορούσαν να ρισκάρουν τη φήμη τους. Έτσι αρκούνταν στο να του ψελλίσουν τις δυο τρεις ελληνικές τυπικές λέξεις που ξέρουν όλοι οι φιλέλληνες: «καλημέρα», «ευχαριστώ», «σ’ αγαπώ».
Το ταγκό ήταν το πάθος τους. Γι’ αυτό εξάλλου είχαν φύγει από την Αθήνα και είχαν μετακομίσει στο Buenos Aires. Για να ζήσουν στην πρωτεύουσα του ταγκό. Είχαν βρει κι αυτή τη δουλειά με τις φωτογραφίες κι έτσι έβγαζαν και λεφτά από το πάθος τους. Αυτοί, οι βέροι Αθηναίοι, είχαν καταφέρει να περνάνε για βέροι porteños, γνήσιοι απόγονοι του Τσε Γκεβάρα και της Εβίτας Περόν. Δεν αισθάνονταν πως κορόιδευαν κάποιον. Οι τουρίστες θέλουν να βλέπουν την παραμυθένια πλευρά των τόπων που επισκέπτονται κι η Βούλα με τον Θοδωρή ακριβώς αυτήν την πλευρά τους έδειχναν. Παρίσταναν ένα τυπικό αργεντίνικο ερωτευμένο ζευγάρι, που το πάθος του ξεχειλίζει στους δρόμους και στις πλατείες. Έβγαζαν φωτογραφίες μαζί τους, την ίδια στιγμή που αυτοί δεν είχαν ούτε μια δική τους φωτογραφία, ούτε είχαν ποτέ μια δική τους φωτογραφική μηχανή. Το μόνο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν όταν κάποιος Έλληνας τους ζητούσε να βγει μια φωτογραφία μαζί τους. Από τη μια, δεν τους πήγαινε η καρδιά να κοροϊδέψουν συμπατριώτη τους, από την άλλη όμως, δεν μπορούσαν να ρισκάρουν τη φήμη τους. Έτσι αρκούνταν στο να του ψελλίσουν τις δυο τρεις ελληνικές τυπικές λέξεις που ξέρουν όλοι οι φιλέλληνες: «καλημέρα», «ευχαριστώ», «σ’ αγαπώ».
Ο Juan και η Marena ήταν φιλέλληνες. Γνωρίστηκαν σ’ ένα σύλλογο φιλελλήνων στο Buenos Aires. Γρήγορα τα φτιάξανε και γρήγορα σχεδίασαν ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Μετά από ένα μήνα παραμονής στην Αθήνα, αποφάσισαν πως θέλανε να μείνουν για πάντα εκεί. Κανόνισαν με μια φορτωτική τη μεταφορά των πραγμάτων τους, νοίκιασαν κι ένα μικρό διαμέρισμα και όταν τα λεφτά τους σωθήκανε, έψαξαν για δουλειά. Ο Juan ήταν χημικός και η Marena γραφίστρια. Είχε περάσει ένας μήνας και δεν είχαν βρει κάτι αξιόλογο, ώσπου σε έναν περίπατο τους στην Πλάκα, διάβασαν μια αγγελία: «Ζητούνται χορευτές ελληνικών χορών». Φυσικά και γνώριζαν όλους τους ελληνικούς χορούς κι έτσι δεν δίστασαν να τηλεφωνήσουν. Από την επόμενη κιόλας μέρα, έπιασαν δουλειά στην ταβέρνα «ΣΥΜΠΟΣΙΟ» στην Πλάκα. Ήταν μέρος μιας τουριστικής ατραξιόν. Λεφούσια οργανωμένων γκρουπ κατέφθαναν κάθε βράδυ στην ταβέρνα, προκειμένου να παρακολουθήσουν την ενσάρκωση του greek dream.
Ντυμένοι με φουστανέλες και τσαρούχια οι άντρες και στολισμένες από πάνω μέχρι κάτω με φλουριά οι γυναίκες χόρευαν τσάμικα και καλαματιανά. Με άσπρα πουκάμισα, μαύρα παντελόνια και φούστες πιανόντουσαν χέρι – χέρι και επιδιδόντουσαν στο συρτάκι dance. Οι τουρίστες χειροκροτούσαν και στο συρτάκι που είναι εύκολος χορός συμμετείχαν κι αυτοί. Μάλιστα κάποιοι έβγαζαν και φωτογραφίες με τους χορευτές. Ευτυχώς γκρουπ με Αργεντίνους δεν σύχναζαν στο μαγαζί κι έτσι δεν είχαν βρεθεί στη δύσκολη θέση να χορέψουν συρτάκι με κάποιον συμπατριώτη τους. Στο τέλος της βραδιάς, ένας conférencier σύσταινε τους χορευτές έναν-έναν. Κάθε βράδυ, για μια στιγμή, ο Juan γινόταν Γιάννης και η Marena, Μαρίνα. ο Juan ήταν από την Κρήτη και η Marena από τις Σπέτσες. Γνήσιοι απόγονοι του Ζορμπά και της Μαντώ Μαυρογένους.
Ντυμένοι με φουστανέλες και τσαρούχια οι άντρες και στολισμένες από πάνω μέχρι κάτω με φλουριά οι γυναίκες χόρευαν τσάμικα και καλαματιανά. Με άσπρα πουκάμισα, μαύρα παντελόνια και φούστες πιανόντουσαν χέρι – χέρι και επιδιδόντουσαν στο συρτάκι dance. Οι τουρίστες χειροκροτούσαν και στο συρτάκι που είναι εύκολος χορός συμμετείχαν κι αυτοί. Μάλιστα κάποιοι έβγαζαν και φωτογραφίες με τους χορευτές. Ευτυχώς γκρουπ με Αργεντίνους δεν σύχναζαν στο μαγαζί κι έτσι δεν είχαν βρεθεί στη δύσκολη θέση να χορέψουν συρτάκι με κάποιον συμπατριώτη τους. Στο τέλος της βραδιάς, ένας conférencier σύσταινε τους χορευτές έναν-έναν. Κάθε βράδυ, για μια στιγμή, ο Juan γινόταν Γιάννης και η Marena, Μαρίνα. ο Juan ήταν από την Κρήτη και η Marena από τις Σπέτσες. Γνήσιοι απόγονοι του Ζορμπά και της Μαντώ Μαυρογένους.
Η Βούλα, ο Θοδωρής, η Marena και ο Juan δεν γνωρίστηκαν, ούτε και διασταυρώθηκαν ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου