Όταν ο Αντρέας ήταν μικρός, οι συγγενείς του τον ρωτούσαν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει. Τότε, ο Αντρέας, με ύφος σοβαρό, τους απαντούσε: «εγώ θα γίνω καπετάνιος».
Όταν κάποιο μεγάλο πλοίο έδενε στο λιμάνι, ο Αντρέας έτρεχε να το δει από κοντά. Σαν επέστρεφε στο σπίτι, έλεγε στη μάνα του: «εγώ θα γίνω καπετάνιος».
Όταν ο Αντρέας τελείωσε το γυμνάσιο, του είπε ο πατέρας του – που ήταν χτίστης - να πάει κοντά του, να του μάθει την τέχνη του. Τότε ο Αντρέας του αποκρίθηκε: «εγώ θα γίνω καπετάνιος».
Έφυγε από το νησί, να βρει την τύχη του. Έπρεπε να μαζέψει λεφτά να πάει στη σχολή εμποροπλοιάρχων. Έφτασε στη Γερμανία. Δούλεψε σε εργοστάσια, σε ταβέρνες και σε ταρσανάδες. Μαράζωσε. Σαν έπεσε το τείχος του Βερολίνου κι άλλαξε η κατάσταση, βρήκε μια δουλειά σε κάτι έργα στο ποτάμι. Μίλησε από ’δω, μίλησε από ’κει, με τα πολλά τα κατάφερε και τον προσλάβανε οδηγό στα ποταμόπλοια. Πήγαινε βόλτα τους τουρίστες πάνω-κάτω στον Σπρε. Είχε κι ένα μικρόφωνο και τους έκανε ξενάγηση στα παρόχθια αξιοθέατα. Όλοι πια τον ήξεραν σαν τον καπετάν – Αντρέα τον Έλληνα. Είχε τραβήξει και μερικές φωτογραφίες του να οδηγεί το ποταμόπλοιο και τις είχε κρεμάσει στο ταμπλό μπροστά από το τιμόνι. Έστειλε δυο-τρεις και στους συγγενείς του στο νησί. Κι άμα καμιά φορά πετύχαινε μέσα στους τουρίστες κάνα Έλληνα, του έλεγε: «Όταν ήμουνα μικρός, οι συγγενείς μου με ρωτούσαν τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Τότε, εγώ, με ύφος σοβαρό, τους απαντούσα: εγώ θα γίνω καπετάνιος». Αυτά έλεγε και γέλαγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου